Αριστοτελικός εθισμός και μεσότητα


Συγγραφέας: ανώνυμος (rakis)

Ο Αριστοτελικός εθισμός και μεσότητα Πρώτη κριτική αποτίμηση η έννοια της μεσότητας στον Αριστοτέλη. Υπονοείται μια μετρική σκαλωσιά η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση αρετής. Ο Αρ. δηλώνει ότι όλες οι ηθικές αρετές και οι κακίες έχουν να κάνουν με υπερβολές και ελλείψεις ηδονής και πόνου (1222β9-10). Πχ είναι δύσκολο να βρεθεί το συναίσθημα που αντιστοιχεί στην κατάσταση πλήρους αλήθειας. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει πως δεν μπορεί κάθε ονομαζόμενο πάθος να ανταποκρίνεται σε ένα μέσο, και αναφέρει ως παραδείγματα τον φθόνο, την αναισχυντία, επιχαιρεκακία(1107α10-11).

Αυτά είναι από τον εαυτό τους κακά και δεν έχουν υπερβολή ή έλλειψη.(1107α12-14). Όταν λοιπόν υπάρχουν πάθη που είναι κακά per se, τότε η έννοια του μέσου χάνει την καθολική εξηγητική της αξία. Και αν αυτό ισχύει για τα πάθη, τι μπορούμε τότε να πούμε για τις πράξεις. Πχ οι πράξεις θάρρους δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται σε κάποιο μέσον. Και αν υποτεθεί ότι η πράξη χαρακτηρίζεται από μεσότητα χάρη στο συναίσθημα που τη συνοδεύει και στη μεσότητα που ανταποκρίνεται στο συναίσθημα, τότε το πρόβλημα παραμένει γιατί ήδη είπαμε ότι όλα τα συναισθήματα δεν έχουν μεσότητα.

Μία απόπειρα λύσης είναι πως για το φιλόσοφο υπάρχουν μέσες τάσεις(έξεις) και όχι τάσεις προς ένα μέσον. Και σε αυτή την περίπτωση όμως απομακρυνόμαστε από την ποσοτικοποίηση που χαρακτηρίζει τη μεσότητα και τα δύο άκρα της. Αν πάλι η μεσότητα ιδωθεί ως η επιλογή του σωστού, τότε πάλι η έννοια της μεσότητας δεν χάνει την εξηγητική της αξία; Στο 1109α25 η μεσότητα περίπου αντικαθίσταται από μια μεταφορά: λέγεται ότι μεσότητα είναι σαν το κέντρο του κύκλου. Το μέσον όμως δεν πρέπει να διατηρήσει την κυριολεκτική του σημασία προκειμένου για άλλη μια φορά να εξασφαλίσει την εξηγητική του αξία; Επίσης στο 1222β13-14 αναγνωρίζεται ότι το δόγμα έχει και τις εξαιρέσεις του. Η ηθική ορθότητα υπερβαίνει οποιαδήποτε ποσοτικοποιητική αξιολογική κρίση.

Μία κριτική προσέγγιση πάνω σε αυτήν την αριστοτελική έννοια θα επισήμαινε τη δυσκολία της πράξης διά εθισμού να καταλήξει μία ηθική πράξη per se. Πώς μπορεί να επιτευχθεί πχ στη περίπτωση που το καλό γίνεται, συνηθίζεται να γίνεται όχι για το ίδιο αλλά για να αποφύγει το παιδί την τιμωρία του πατέρα; Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την αρχή της ηδονής που καθορίζει τις πράξεις μας και υποστηρίζει ότι ο εθισμός σε καλές πράξεις θα φέρει στον νέο που μαθαίνει να νιώθει ηδονή σε ευγενείς μορφές πράξης και αυτό θα πρέπει να γίνεται από πολύ μικρές ηλικίες. Το ερώτημα όμως παραμένει: Τι είναι αυτό που έχει ο εθισμός ώστε κάνοντας σωστές πράξεις θα κάνει και το ηθικό άτομο να νιώθει ευχάριστα; Η Αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στο ότι και στο διότι δυσκολεύει την εξήγηση της μεταβίβασης από μία στοιχειώδη γνωστική κατάσταση σε μια πιο διανοητική γνώση των αιτίων. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ εθισμού και φρονήσεως;

Αποπειρώμενος να δώσω μιαν απάντηση θα ξεκινούσα με την αριστοτελική θέση ότι ο εθισμός δεν είναι απλώς μία συνήθεια. Είναι έξις. Η γνώση είναι ένα διαρκώς γίγνεσθαι και όχι κάτι παθητικό που εισβάλλει και εγκαθίσταται εσωτερικά μας. Επομένως, το καλό πάντα αφορά ένα παραγωγό των πράξεων και η πράξη καθαυτή δεν είναι καλή ή κακή εξ ορισμού. Η ενεργητική γνωστική διαδικασία θα επιφέρει την αρμονία στην ψυχή, μια αρμονία που προϋποθέτει έναν σταθερό χαρακτήρα(έξις) που συνεχώς παράγεται και αναπαράγεται δι-υποκειμενικά. Οι πρωταρχικές συμπεριφορές που επιβάλλονται από τα έξω, πχ από γονείς είναι σα να είχε το παιδί την αρετή. Σε αυτό το στάδιο, τα παιδιά κατέχουν μόνο το ότι και όχι το διότι.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας υποστηρίζει πως μόνο όσοι εξασκούνται στις ενάρετες πράξεις αποκτούν τη βάση για να δεχτούν στη συνέχεια τα επιχειρήματα και τη συζήτηση που θα τους ενσωματώσει την αιδώ ως συνοδοιπόρο του λόγου. Η αιδώς για τον Σταγειρίτη είναι μια ημι-αρετή. Εννοείται ότι ενυπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα στις σωματικές επιθυμίες και τον λόγο, που με βοήθεια την αιδώ δημιουργείται ένα εν δυνάμει πλαίσιο στην ψυχική περιοχή απ΄ όπου οι παρελθούσες εμπειρίες προετοιμάζουν για τη μελλοντική δράση της ψυχής μία προαίρεση που θα οδηγήσει στην σωστή εκλογή. Συνεπώς, καθίσταται σημαντικότατος ο ρόλος της σωστής ανατροφής. Ωστόσο το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί στην ουσία του : Τι είναι αυτό που έχει ο εθισμός ώστε κάνοντας σωστές πράξεις θα κάνει και το ηθικό άτομο να νιώθει ευχάριστα; Για τον Αριστοτέλη, "η επιθυμία για ζωή υπάρχει εκ γενετής σε όλους τους ανθρώπους ...όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ηδονή, επειδή επιθυμούν τη ζωή" Είναι ξεκάθαρο λοιπόν το αξεχώριστο βίου και ηδονής. Πολύ σημαντικό όμως είναι να τονιστεί πως αυτού του είδους η αυτεπίγνωση και η αντίστοιχη ηδονή είναι μη-αναστοχαστική. Έχουμε από τα Ηθικά Ευδήμεια: "...η επιθυμία για ζωή υπάρχει εκ γενετής σε όλους τους ανθρώπους. Γιατί το να ζει κανείς πρέπει να θεωρηθεί ως ένα είδος γνώσης..." Δηλ. Εκτός του αδιαχώριστου βίου και επιθυμίας για ζωή, ο ίδιος ο βίος θεωρείται ένα είδος γνώσης.

Η γνώση για τον Αριστοτέλη έχει ένα πρωτοπρόσωπο αυτοσυνειδητό ανεξάλειπτο συστατικό στοιχείο. Το ego cogito είναι μη-αναστοχαστικό για αυτό και δίνει τη δυνατότητα για αυτοαναστοχασμό, να καταστούμε δηλ. αντικείμενα για τον εαυτό μαςτα οποία έχουν τα ηθικά χαρακτηριστικά που αρχικά βιώνουμε στους άλλους εντός του κόσμου. Παράλληλα αυτή η μη-αναστοχαστική αυτοσυνειδησία είναι αξεχώριστη και από μιαν έννοια αγαθού. Και αυτή η σχέση είναι θεμελιώδης. "...αλλά η αντίληψη και η γνώση του εαυτού μας είναι, εύλογα, πιο επιθυμητή. Γιατί πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο πράγματα: συγκεκριμένα ότι η ζωή είναι κάτι επιθυμητό και ότι τέτοιο είναι επίσης το αγαθόν, και επομένως ότι είναι επιθυμητό για μας το να μας ανήκει μια τέτοιου είδους φύση..." Ο σκοπός του βίου δεν είναι όμως η ηδονή. Η ηδονή ολοκληρώνει τη δραστηριότητα, όχι όπως μια έξις ολοκληρώνει μια δραστηριότητα με την οποία είναι σύμφυτη, αλλά ως μια επιγινόμενη τελείωσις, όπως το στολίδι της υγείας τον νέο και ακμαίο Οι ιδιότητες που χαρακτηρίσουν τον φρόνιμο, το σοφό, είναι εκφάνσεις της μη-αναστοχαστικής και μη-εμπρόθετης ηδονής της δραστηριότητας του θεωρείν. Η ευδαιμονία, η ηδονή είναι κάτι βιωμένο και όχι εγνωσμένο. Το -εν -τω- κόσμω -αγωνίζεσθαι είναι ένα άπειρο έλλειμμα(ανεπάρκεια των επιτευγμάτων μας) μαζί όμως με μια ειλημμένη πίστη (μια θέληση να πιστεύουμε για την εκδίωξη των καταστροφικών συννέφων). Άπειρο έλλειμμα και ειλημμένη πίστη καθιστούν το πεδίο του ευδαίμονος βίου. Ο αγώνας για ένα ηθικό βίο είναι είναι ένα είδος αυτοπραγμάτωσης, είναι για μένα, για τον εαυτό μου, και η μορφή μιας τέτοιας ηδονής δεν είναι αυτή της κατοχής υλικών αγαθών, αλλά η ηδονή που προκύπτει από τον ατέρμονο αγώνα που εκβάλλει σε ένα είδος πίστης και κατάφασης του κόσμου. Συνεπώς, αυτό που παρέχει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία είναι να αγωνίζομαι αλληλέγγυα με όλη την ανθρωπότητα για την επίτευξη ενός άπειρου ιδανικού ιδεώδους. Οι αποτυχίες , το κακόν, δεν καταστρέφουν αυτήν την αρμονική κατάσταση αλλά την ενισχύουν και της παρέχουν ένα πλήρες νόημα. Κατά συνέπεια, η ανορθολογικότητα των δρώντων υποκειμένων είναι αναγκαία για την τελείωσιν του κόσμου.

Τελικά συμπεράσματα: Μια φαινομενολογική προσέγγιση μας δείχνει ότι όντως η ορθή ηθική επιλογή είναι επέκεινα μιας αποκλειστικής ποσοτικής μέτρησης. Αντίθετα φαίνεται να απαιτείται μια ειδική αισθητηριακή ικανότητα που σε σχέση πάντα με το πρακτικό συγκυριακό πλαίσιο επιλέγεται το ορθό, που είναι ένα ανάμεσα στις υπόλοιπες λανθασμένες επιλογές.(1142α28-30)(1113α30-1). Η ηθική εκλογή εμπλέκει τα πάντα: αίσθηση, φαντασία, λόγος, επιθυμία. Ο φρόνιμος δεν βρίσκεται σε αγωνία. Στο 1097β24-1098α4 δηλώνεται ότι είμαστε αναγκαστικά δυστυχισμένοι. Αλλά, η ενάρετη ψυχή ενέχει την αλήθεια της.

Η ανθρώπινη ψυχή είναι σε ένα ατέρμονο αγώνα επικάλυψης από την ηδονή ή τη λύπη. Και η μεσότητα στη φρόνιμη επιλογή είναι ένα είτε-είτε, είναι επιτυχία ή αποτυχία. Η φρόνηση είναι μία έξη του αληθεύειν που είναι πρακτική. Στην πράξη η φρόνηση είναι πάντα και κάθε φορά κάτι νέο. Στη φρόνηση δεν υπάρχει λήθη: β28: η φρόνηση ως ηθική συνείδηση δηλώνει την παρουσία της διαρκώς εκ νέου. Μόνον έτσι μπορεί να διασωθεί η θεωρία της μεσότητας και αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Παράλληλα, όπως δείξαμε, η στοχαστική χαρά υπάρχει πάντα και αείποτε. Άρα, κάθε πράξη συνοδεύεται από μια χαρά: τη χαρά του αγωνίζεσθαι σε συνδυασμό με μια αισιόδοξη πίστη για τη ευδαιμονία που μπορεί να πετύχει το ον μέσα σε μια κοινωνία.

Μην ξεχνούμε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό και κοινωνικό ον. Το δικό μου καλό ή κακό είναι ταυτόχρονα καλό ή κακό προς κάποιον άλλο, έτσι ώστε εξ ορισμού και κατ αρχήν το ανθρώπινο ον είναι ον ηθικό. Η επιθυμία για ζωή εγκολπώνει κάθε πράξη που υπονοεί και μία υποχρεωτική ανάλογη ηθική στάση. Ο ηθικά φρόνιμος λέει ναι στην κοινωνική ζωή, αφού αλλιώς θα ήταν ή κατώτερος ή ανώτερος από άνθρωπο. Με αναφορά στον Χάιντεγγερ, θυμίζω το άκουσμα της σιωπής του Είναι, που διαρκώς μας καλεί. Αυτό βέβαια φαίνεται μυστικιστικό, αλλά είναι συσχετικό της ενοχής, μιας ενοχής, όχι ηθικής ή ψυχολογικής, αλλά στη βάση του πανταχού παρόντος Άγχους και της Φροντίδας. Ο τρόπος της Αγωνίας δίνεται ως μια προνομιούχα κατάσταση και οφείλεται στη συνθήκη του πεπερασμένου ανθρώπινου χαρακτήρα. Η παρουσία του Είναι ανακαλύπτεται μέσα από το κάλυμμα του τίποτε, που νοείται ως ένα μη οντικό ον που κρύβει κάτι ουσιαστικά θετικό: το διαχωριστικό σημείο μεταξύ όντος και Είναι. Από την άποψη αυτή μας φέρνει κοντύτερα στο Είναι από ό,τι οι θετικές βιωματικές καταστάσεις μέσα στο οντικό ον. Το μηδενίζειν ανήκει στη περιοχή του Είναι και προϋποθέτει το φωτισμό του. Μηδενίζει ό,τι εμπεριέχει το δεν, που καταφάσκεται μέσω του όχι. Αλλά το αρνητικό αυτό νοείται ως διαφορά. Πρόκειται για μια διαφορά ως δίπλωμα του οντικού όντος, που προέρχεται από το Είναι χωρίς να εγκαθίσταται αδιάφορα μεταξύ Είναι και οντικού όντος: συλλέγει προς τη γειτνίαση του Είναι και εκφέρεται ερωτηματικά. Το ενδιαφέρον, εδώ, έγκειται στο ότι η διαφορά δεν κινείται με υπόβαθρο την ταυτότητα και δεν είναι αντικείμενο παράστασης.