Χρονοκράτωρ


Ζυγίζω τα όχι μου στις παρυφές του χρόνου,
βγάζω τα ίσως μου το φως να τα περάσει,
τα ναι μου μύτη σκάσανε απ' το ρηχό πατάρι.

Με περιπαίζουν όλα τους τ'αναθεματισμένα,
ιός που εξαπλώνεται στα χείλη των ανθρώπων.
Ψηλά οι μύτες τους μακριά
απ' τις λοιπές τις λέξεις.

Τα ίσως μου σκορπίζουνε δυο στάλες αγωνίας
χαροπαλεύει μέσα τους μια δόση προσδοκίας
από τους άλλους,
εκείνους που κρέμονται από τα χείλη μου.

Τα ναι μου με σηκώνουνε στους ώμους τους
πάνω από τα ευχαριστώ,
πιο πάνω από τη δόξα
και πανηγυρίζουν για χάρη μου.

Τα όχι μου ζυγιάστηκαν στις παρυφές του χρόνου
χαοτικό το βάρος τους
ανήλεα ξεσκίζει τις λυγερές σάρκες
εκείνων που κρέμονται από τα χείλη μου.

Τα ίσως μου με κράτησαν
Τα ναι μου με ανέβασαν
Τα όχι μου με κρέμασαν

Και έτσι όπως κρέμομαι σφαδάζοντας
και ασθμαίνοντας και σπαρταρώντας έτη πολλά,
μια ευκαιρία λύτρωσης λένε πως θα μου δώσουν,
μια απ'τις τρεις να διάλεγα τις λέξεις
τώρα που πλέον γνώρισα
το νόημα των φθόγγων.

Τώρα οι λέξεις κρέμονται
απ' τα δικά μου χείλη.
Δείχνουν να προεξόφλησαν
την τελική μου πράξη.

Για έτη αναρίθμητα έτσι κρεμασμένος,
τα ναι μου θα με λύτρωναν,
το ίδιο και τα ίσως,
τα όχι όμως διάλεξα να με κρεμάσουν πάλι,
για χρόνια αναρίθμητα
σφαδάζοντας,
ασθμαίνοντας,
σπαρταρώντας.

Τα έτη που μου δώσανε δεν είναι να πουλήσω.
Χωρίς αυτά δεν θα φτανα στις παρυφές του χρόνου,
για μια στιγμή να κρέμαγα απ'τα δικά μου χείλη,
τις λέξεις που ορίζουνε την τύχη των ανθρώπων.