ΕΑΥΤΟΣ
Ωσάν διαβάτης μεσοπέλαγα βασταίνοντας με κάματο δυο ήλιους ξαναγυρνώ.
Ωσάν στοιχειό γλαυκόθωρο κραδαίνοντας με στόμφο δυο πανσέληνους παρηγορώ.
Ξέφυγα και είδα το μεγαλείο του πλούτου μου όταν απλώνονταν σμπαράλια οι φράχτες της ανάγκης.
Με μίσησαν οι φύλακες με λάτρεψαν οι τεχνίτες μα του φιλοσόφου το λογικό χάσκει μετέωρο.
Έτσι αλλόκοτη κι απροσδιόριστη τους αντιπαλεύει μια αρχή δυσβάσταχτη, ένας νόμος που ακόμα δεν ανακάλυψαν. |