Ποιον φιλόσοφο έχω ανάγκη;


ο Karl Jaspers έγραψε στα «Φιλοσοφικά και Πολιτικά δοκίμιά» του:

« Στα πανεπιστήμια, η παρακμή της φιλοσοφίας εξηγείται από την απομόνωση με την οποία γίνεται αυτή η μέθοδος, που ανταποκρίνεται, βέβαια, σε μια παράδοση, αλλά δεν εμποδίζει να μένει εσωτερική και ξεκομμένη από τις πραγματικότητες της εποχής μας. Σχεδόν όλοι οι καθηγητές της φιλοσοφίας έζησαν σύμφωνα με ένα τρόπο κλασικό: μετά το απολυτήριο του γυμνασίου, σπουδή της φιλοσοφίας, δοκτοράτο, διαδικασία πρόσληψης καθηγητών πανεπιστημίου, κατάληψη βαθμίδας. Η σταδιοδρομία αυτή δικαιολογείται πλήρως, αλλά αν δεν υπάρχει άλλος δυνατός δρόμος, παρουσιάζει το μειονέκτημα να ενθαρρύνει, μια κάποια φιλοσοφική αποστέγνωση. Αντί να φτάνουν στη μέθοδό τους (που τρέφεται ωστόσο από το έδαφος από όπου βγήκε) από την πραγματική ζωή και τη μελέτη των επιστημών, οι φιλόσοφοι αρκούνται συχνά σε μια εξοικείωση με τις φιλοσοφίες του παρελθόντος και με έξοχα έργα πάνω σε όλα τα δυνατά θέματα. Θα έλεγε κανείς, πως εργάζονται πάνω στα φυτά ενός βοτανολογίου, χωρίς να επιχειρούν να τα αναζωογονήσουν δίνοντάς τους λίγο από το δικό τους αίμα. Μελετούν τη φιλοσοφία, ασκούνται σε πνευματικές ακροβασίες, αλλά δε στοχάζονται με αυτή τη σοβαρότητα και με αυτή την ιερή φλόγα που να τα θυσιάζει όλα στην αλήθεια από την οποία και με την οποία θέλουμε να ζήσουμε . »

Ποιον φιλόσοφο χρειάζομαι αλήθεια; Χρειάζομαι μήπως ένα υβρίδιο μεταξύ κοινωνιολογίας, δημοσιογραφίας και φιλολογίας; Χρειάζομαι κάποιον ακροβάτη του πνεύματος που στοχάζεται πάνω στην τέταρτη υπόθεση μιας εικαζόμενης πιθανότητας σε συνάρτηση με την αναλυτική της χαϊντεγκεριανής υπάρξεως; Θέλω μήπως έναν φιλόσοφο που θέλει να τα έχει καλά με όλους, κάποιον ενδεχόμενα που αρέσκεται να τον εκτιμούν ως πολιτισμικό εκπρόσωπο ή ως ακαδημαϊκό; Χρειάζομαι έναν επαγγελματία φιλόσοφο; Δεν είναι ρητορικές οι ερωτήσεις. Χρειάζομαι απαντήσεις. Εγώ για τον εαυτό μου. Δεν χρειάζομαι έναν τέτοιο φιλόσοφο. Ακόμα και σε πνευματικές ακροβασίες να επιδοθεί, θα προτιμήσω να πληρώσω το αντίτιμο σε κάποιο τσίρκο φυσικών ακροβασιών ως πιο εντυπωσιακό και λυτρωτικό.

Πρόσφατα ήμουν ακροατής μιας διάλεξης ενός αναγνωρισμένου σύγχρονου φιλοσόφου μπροστά σε ένα κατά πλειοψηφία εξοικειωμένο κοινό με τη φιλοσοφία. Ξεκίνησε τον δημόσιο προβληματισμό του περί του αέναου φιλοσοφικού, οντολογικού, μεταφυσικού προβλήματος της υπάρξεως του θεού. Προεξαγγελτικώς διετύπωσε κάτι σαν το ακόλουθο:

« Πρέπει όλοι μας να προβληματιζόμαστε πάνω σε τέτοια ζητήματα. Δεν πρέπει να θεωρείται προσβολή το να συζητάς για το αν υπάρχει θεός ή όχι. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να θεωρείται ταμπού… »

Και ερωτώμαι. Ποιος θέτει το πρόβλημα; Όχι το πρόβλημα της ύπαρξης του θεού, αλλά το πρόβλημα της εικαζόμενης προσβολής κάποιου εξαιτίας του γεγονότος και μόνο ότι ο φιλόσοφος θα ξεκινήσει μια συζήτηση περί της υπάρξεως του θεού. Αυτό συμβαίνει μάλιστα μπροστά σε ένα κοινό που έχει έλθει επακριβώς για να συζητήσει αυτό το ζήτημα. Προς τι η αμφιβολία και ο δισταγμός; Ποιος φοβίζει τον φιλόσοφο; Γιατί ο φιλόσοφος απολογείται εκ των προτέρων ότι αυτά που πρόκειται να πει δεν είναι προσβλητικά. Γιατί προεξαγγέλει ο φιλόσοφος ότι δεν είναι αγενής; Υπονόησε κάποιος το αντίθετο; Του ζήτησε κανείς το λόγο; Μα και να του τον ζητούσε κανείς το λόγο, δεν έχει ο φιλόσοφος το θάρρος να τον αντιμετωπίσει; Γιατί πρέπει να κρατήσει πισινή; Αποδέχεται de facto ο φιλόσοφος ότι εκεί έξω, στην κοινωνία, πρέπει να βγάλουμε από πάνω μας τη ρετσινιά του βλάσφημου και του αγενή όταν τολμήσουμε και υψώσουμε το φιλοσοφικό μας ανάστημα απέναντι για παράδειγμα στον ορθόδοξο χριστιανικό θεό; Χρειάζομαι εν τέλει έναν φιλόσοφο που αισθάνεται τύψεις για το γεγονός και μόνο ότι σκέφτεται; Και αν αυτός ο φιλόσοφος αναγνωρίζεται στην επίσημη φιλοσοφική κοινότητα ως η κορυφή, τι εικόνα μπορώ να σχηματίσω για τους πρόποδες;

Ε λοιπόν όχι. Δε μπορώ να παρακολουθήσω τέτοια διάλεξη. Δεν είναι αυτός ο δικός μου τύπος του φιλοσόφου βρε αδερφέ. Εγώ τον φιλόσοφο τον ξέρω αγέρωχο και υπερήφανο. Παθιασμένο και ολύμπιο. Βροντερό και ασυγκράτητο. «Υγιή στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο Γαλάζιο διαμάντι.». Δεν θέλω λαπάδες φιλοσόφους που φοβούνται τη διένεξη η τη σύγκρουση ή την αποδοκιμασία. Δεν θέλω ταπεινούς και σεμνούς και τιποτένιους και ψοφοδεείς φιλοσόφους. Δεν χρειάζομαι φιλοσόφους που η υστεροφημία τους θα είναι κάπως έτσι: «εντάξει μωρέ ο καημένος, έγραψε και αυτός κάτι, καλός ήτανε, πού τονε θυμήθηκες;». Θέλω φιλοσόφους έτοιμους να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Εκείνους που θα πάρουν μέρος στη μάχη, που θα στρατοπεδεύσουν απέναντι στο μέτωπο της ανθρώπινης βλακείας, ένα μέτωπο που δυστυχώς δεν έχει όρια. Και φυσικά θα πω ότι η θρησκεία και η συστηματοποιημένη θεσμοθετημένη λατρεία είναι καρκίνος για τις κοινωνίες που οδηγεί σε καταστροφές και εγκλήματα. Οποιαδήποτε θρησκεία. Και φυσικά θα υποστηρίξω ότι οι «τρεις μάγοι με τα δώρα» και οι «δέκα μωσαϊκές εντολές» είναι παραμύθια. Και θα προχωρήσω και θα τονίσω τις καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο όταν ο ίδιος μετατοπίζει τις ευθύνες του σε κάποιο ανώτερο ον, όταν ο ίδιος λαμβάνει μέρος σε ένα στημένο παιχνίδι που το ονομάζει ένθεη ζωή. Και θα κατακρίνω την ελληνική πολιτεία που διαπαιδαγωγεί ακόμα και σήμερα τις μελλοντικές γενεές με την παλιά και καινή διαθήκη από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου αναθρέφοντας μουτζαχεντίν μισαλλόδοξα στρατιωτάκια. Θα υποστηρίξω με τη βοήθεια της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής ότι ο πιστός συχνά καταλαμβάνεται από νεύρωση μπροστά στο θείο δέος. Με καθαρή ανθρώπινη γλώσσα. Δεν χρειάζονται μεγαλόσχημες εκφράσεις οι φιλόσοφοι. Δεν χρειάζονται να καλύψουν με αμφισημίες και αερολογίες και κοινοτοπίες την γνωστική τους ανικανότητα. Θα μιλήσουν ξάστερα, με λέξεις μετρημένες και κατάλληλες.

Και όλα αυτά πώς; Μα φυσικά χωρίς απολογίες, χωρίς τύψεις, χωρίς εισαγωγικές οδηγίες χρήσεως. Γιατί δεν κάνω κάτι σπουδαίο. Απλά σκέφτομαι, αυτή είναι η δουλειά του φιλοσόφου. Του κανονικού, όχι του μπακιρένιου. Και γιατί θα πω τα πράγματα έτσι;

Μα γιατί αυτός είναι ο ορισμός της φιλοσοφίας!

Όλοι οι πρωτοετείς δεν μαθαίνουν ότι φιλοσοφία σημαίνει να πετάς από πάνω σου προκαταλήψεις και αυθεντίες; Να μην στέκεσαι προσοχή στα δόγματα; Να μην προσκυνάς άχυρα και μεταξωτές κορδέλες; Δηλαδή αυτοί οι ορισμοί της φιλοσοφίας ήταν κάτι που απλά έπρεπε να γραφτεί και κανένας δεν το ενστερνίζεται, κανένας δεν το εφαρμόζει; Μπορεί σαν άνθρωπος να λυγίσω μπροστά στον υπαρξιακό μου τρόμο και να ελπίσω ενδόμυχα, έστω και για μια στιγμή, ότι τη στιγμή του θανάτου μου, θα κατέβουν τα χερουβείμ να μου δείξουν τη ροδοστολισμένη αίθουσα το παραδείσου. Μα γι αυτό λέγομαι άνθρωπος, επειδή πού και πού φέρομαι ανόητα. Δικαιούμαι ως άνθρωπος κάποιες στιγμές να λυγίζω μπροστά στην τραγικότητα των πλάνων συναισθημάτων μου. Όμως ως φιλόσοφος δεν αφήνω χώρο σε αυτές τις πλάνες. Ως φιλόσοφος είμαι μπούσουλας και βράχος της στοχαστικής σκέψης. Αν εγώ καταρρεύσω, θα αφήσω χώρο κενό για τα σκήπτρα και τα λάβαρα των παπάδων, για τις χαρτορίχτρες και τους αστρολόγους, τους απατεώνες και τους λωποδύτες. Και δεν εννοώ χώρο έξω, αλλά μέσα μου. Μέσα στον καθένα. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν διαφορετικές γλώσσες, δεν υπάρχουν «εγώ την άποψή μου κι εσύ τη δική σου», δεν υπάρχουν καν διαφορετικοί τρόποι σκέψης. Υπάρχει η λογική και η ηλιθιότητα. Αν ξεκινήσω τη λογική μου σκέψη απολογούμενος που δεν είμαι ηλίθιος, γίνομαι αυτοστιγμεί ηλίθιος! Μπορώ να βγω έτσι έξω στο δρόμο, στα καλά καθούμενα, να συναντήσω κάποιον και να του πω «άκουσε να δεις κύριε, εγώ δεν είμαι βλάκας»; Θεωρώ δεδομένο ότι ο άλλος θα με θεωρήσει ηλίθιο εκτός και αν προσδιορίσω εκ των προτέρων τον εαυτό μου διαφορετικά; Ένας άγνωστος; Κάποιος που δεν με έχει δει ποτέ του ξανά; Και φυσικά θα μου απαντούσε: «Εντάξει άνθρωπέ μου, σου είπα εγώ ότι είσαι βλάκας;» Κι εγώ όλο ανακούφιση: «Α, εντάξει, νόμιζα…». Φεύγοντας όμως ο τυχαίος εκείνος άνθρωπος θα διερωτηθεί «Για να λέει αυτός ότι δεν είναι βλάκας, κάποιος πρέπει να του είπε ότι είναι βλάκας. Ε τότε αυτός ο άλλος κάτι θα ξέρει, γιατί διαφορετικά δεν θα συμπεριφερόταν σε μένα τόσο βλακωδώς…».

Οι φοβισμένοι φιλόσοφοι, οι έτσι κι έτσι φιλόσοφοι, αυτοί οι ανώδυνοι επιφανειακοί στοχαστές είναι βοηθοί της παράνοιας. Ευτελίζουν τη σκέψη από μέσα. Βγάλτε τους έξω και στήστε τους στον τοίχο. Από τον θρησκευόμενο πολίτη, τον νευρωτικό πολίτη, τον νοητικά ανάπηρο πολίτη δεν περιμένω κάτι το διαφορετικό. Τους έχω στοχοθετήσει και κατατάξει αναλόγως. Είναι καταλογοποιημένος ο κίνδυνος. Ο κατάλογος αυτός όμως δεν ορίζει στα κατάστιχά του αυτούς τους δήθεν φιλοσόφους καθώς φορούν τον πλουμιστό εξωτερικό πολιτισμικό μανδύα. Αυτούς μόνο το εκπαιδευμένο μάτι τους ξεκρίνει. Και γι αυτό είναι και οι πιο επικίνδυνοι. Σε αυτούς τους άχρηστους στραφείτε πρώτα. Μετά σε όλα τα άλλα.

Παναγιώτης Πέρρος





  





Δείτε επίσης...