Αίγυπτος, Ελλάς, Ρώμη: Προσέγγιση και Απώθηση


Συγγραφέας εργασίας: Dr. Irene Lang-Γρυπάρη



26-02-2006 Φραγκφούρτη, Städelsches Kunstinstitut


Μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο σε εκτυπώσιμη μορφή .rtf εδώ




Ήδη στην Αρχαιότητα εθεωρείτο ο αιγυπτιακός πολιτισμός μεταφυσικός, ξένος και μυστηριώδης. Για την ερμηνεία και διαδοσή του μεσολάβησαν η Ελλάδα και η Ρώμη και παρέμειναν αυθεντικές πηγές μέχρι την ανάγνωση των ιερογλυφικών στο 19ο αιώνα.


Για πρώτη φορά αναφέρεται μια μεγάλη έκθεση στις αλληλεπιδράσεις ανώτερων πολιτισμών της αρχαιότητας - αφ ενός μεν της Αιγύπτου, αφ ετέρου δε της Ελλάδας και της Ρώμης -. Περίπου 400 εκθέματα από 75 μουσεία και συλλογές απ’όλο το κόσμο δίνουν μια παραστατική εικόνα μιας διαπολιτισμικής επαφής. Προέλευση των εκθεμάτων μεταξύ άλλων η Πετρούπολη, η Βηρυτός, η Μόσχα, η Νεάπολη, η Ρώμη, το Βατικανό. Τα ευρήματα, από τα διασημότερα διασωζόμενα γλυπτά, ανάγλυφα χάλκινα και κεραμικά, σαρκοφάγοι και τοιχογραφίες, καλύπτουν ιστορικά ένα διάστημα μιάμισης χιλιετηρίδας, από τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. μέχρι της προχωρημένης εποχής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του έτους



200 μ. Χ. Με την προετοιμασία της εκθέσεως ασχολήθηκαν πενήντα ειδικοί και δυο μεγάλα διεθνή συνέδρια στη Φραγκφούρτη. Για πρώτη φορά διαφορετικά επιστημονικά παραδείγματα, αυτό της Αιγυπτολογίας και αυτό της Κλασικής Αρχαιολογίας συμπράττουν στη διατύπωση και απάντηση του ερωτήματος «Πώς αντέδρασε ο πανάρχαιος φαραωνικός πολιτισμός στον ελληνικό και αργότερα στο ρωμαϊκό πολιτισμό»



Αφορμή της εκθέσεως είναι η αγορά από το Μουσείο Städel της Φραγκφούρτης ενός αγάλματος φυσικού μεγέθους από γρανίτη που παριστάνει τον Μακεδόνα Αλέξανδρο ως Φαραώ. Ο Έλληνας γλύπτης αιγυπτιακού εργαστηρίου, προσέθεσε στη μορφή κλασικά ελληνικά στοιχεία, ξένα προς τον αιγυπτιακό, ιερατικό ρυθμό, και της έδωσε μια ζωντανή, ασύμμετρη κίνηση και τη χαρακτηριστική κόμη του Αλεξάνδρου, που διακρίνεται κάτω από το αιγυπτιακό κάλυμμα κεφαλής. Ο συνδυασμός αυτός αιγυπτιακών και ελληνικών στοιχείων είναι παραδειγματικός για την επαφή των δυο πολιτισμών. Το άγαλμα πρέπει να χρονολογείται στο τέλος της 4ης ή στην αρχή της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. - ως γνωστόν ο Αλέξανδρος ήρθε στην Αίγυπτο το 331-332.π.Χ -. Οι αμφιβολίες μερικών σκεπτικιστών «Είναι ή δεν είναι ο Αλέξανδρος « συντελούν στο μυστήριο της προελεύσεως του. Αντιθέτως άλλα 23 εκθέματα αναφέρονται αποδεδειγμένως στον Αλέξανδρο. Ένα έκθεμα έχει σημασία ως πολιτισμική περιπλάνηση. Πρόκειται για το πτολεμαϊκό καμέο από τη Βιέννη που παριστάνει τα αδέλφια και συζύγους Πτολεμαίο Β και Αρσινόη. Ανήκε στο ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο, ευρέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους, μεταφέρθηκε το 13ο αιώνα στο καθεδρικό ναό της Κολωνίας όπως αναφέρει ο Αλμπέρτος ο Μέγας, εμφανίστηκε λίγο αργότερα στη Ρώμη, ήρθε στη κατοχή του Δούκα της Μάντουα και κατέληξε στη Βιέννη το 1668-69.



Η έκθεση ασχολείται με τρία ερωτήματα.



Α) Ποιες είναι οι συνέπειες των επαφών των πολιτισμών μεταξύ τους.



Β) Γιατί η επαφή είναι αφ ενός μεν πρόθυμη αποδοχή, αφ ετέρου δε συνειδητή απόρριψη του ξένου.



Γ) Πώς εκφράζονται στην τέχνη οι επαφές με ξένους ρυθμούς και θέματα.



Θα εξετάσουμε την έκθεση από μια μόνο σκοπιά. Η σχέση Αιγύπτου, Ελλάδας και Ρώμης στην Αρχαιότητα είναι παραδειγματική στην ιστορία της ανθρωπότητας και αναμφισβήτητα επίκαιρη κατά την άποψη της ιστορικής έρευνας. Σημαίνει παραδοχή του ξένου και απόρριψη του ξένου, πλουτισμό του δεδομένου και σύγκρουση με το δεδομένο, αυταπάρνηση αλλά και αυτογνωσία μέχρι παρανοϊκή αυτάρκεια με συνέπεια τη περιφρόνηση του ξένου και τη πολιτισμική πενία της απομόνωσης.



Στο κέντρο του ενδιαφέροντος η αντίστοιχη ερώτηση, όχι πως αντέδρασε η Αίγυπτος, αλλά πώς αντιμετώπισαν οι Έλληνες την Αίγυπτο, είναι το ερώτημα που μας απασχολεί. Όπως θα δούμε, την ελληνική στάση τη χαρακτήριζε νηφαλιότητα, αντιπαράθεση απόψεων, κριτικός διάλογος, θαυμασμός για το μεγαλείο της Αιγύπτου και σκεπτικισμός απέναντι στο παροξυσμό της αιγυπτιακής γοητείας. Εγγύηση του ορθολογικού αυτού θάρρους στον αγώνα κατά της ασυνείδητης τάσης της ξενοφοβίας, είναι βεβαίως η πολιτεία που εξασφαλίζει την αντιμετώπιση της πραγματικότητας στο πλαίσιο νόμων και θεσμών. Καταλήγουμε, όπως θα δούμε, στο συμπέρασμα ότι ο Ελληνισμός, σύμφωνα με την αρχή του Πρωταγόρα «Μέτρο πάντων είναι ο άνθρωπος....» αντιμετώπισε τη μαγεία της Αιγύπτου με αυτοκυριαρχημένο θαυμασμό. Σημειωτέον ότι ο θαυμασμός απέναντι στους «βαρβάρους» δεν επεκτείνετο και στους άλλους ανατολικούς λαούς.



Καταρχήν οι Έλληνες της Αιγύπτου· Τον 7ο αιώνα π.Χ. κατά τη βασιλεία του Φαραώ Ψαμμήτιχου Α (663-609 π.Χ.) ίδρυσαν οι Κάρες στο Δέλτα του Νείλου τη πόλη Ναύκρατη, εμπορικό κέντρο και «στρατόπεδο» μισθοφόρων όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι Β, 154). H Μεσόγειος ήταν η τότε «Οικουμένη» και οι Έλληνες προηγούντο στη τότε παγκοσμιοποίηση με θεσμοποιημένο οικονομικό σύστημα που συντόνιζε τις χρηματικές ανταλλαγές, τις αγορές και τις επαγγελματικές εξειδικεύσεις. Κατά την ιστορική έρευνα η κοσμοπολιτική διάσταση της τότε παγκοσμιοποίησης είναι έργο του Ελληνισμού. Το άλλο θέμα, ο θεσμός της μισθοφορίας, έχει μια πολύπλοκη ηθική διάσταση. Λόγω της στρατιωτικής τους ικανότητας οι Έλληνες μισθοφόροι έγιναν απαραίτητοι για τους μετέπειτα Φαραώ και παράγων στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες. Περί το 570 π.Χ. ο Φαραώ ΄Αμασις έφερε τους Έλληνες ως προσωπική του φρουρά στη Μέμφιδα. Ο Πέρσης Καμβύσης το 525 π.Χ. κατέλαβε την Αίγυπτο με τη βοήθεια Ελλήνων μισθοφόρων που του διέθεσε ο φιλικά διακείμενος Πολυκράτης της Σάμου. Αργότερα στο κίνημα του Φαραώ Ινάρου κατά των Περσών (460-454 π.Χ.) πολέμησαν Έλληνες και στα δυο αντίπαλα στρατεύματα. Ο Ηρόδοτος εξιστορεί ορθολογιστικά το ρόλο των μισθοφόρων και την εύνοια των Φαραώ στη προαλεξανδρινή-προελληνιστική εποχή (Ιστορίαι Β, 178-179). Αυτή είναι η μια άποψη των πραγμάτων. Η άλλη άποψη είναι ότι η κοινή γνώμη, ναι μεν αναφέρεται ευφημιστικά στους μισθοφόρους, τους αποκαλεί ξένους ή επίκουρους, καταδικάζει όμως το θεσμό της μισθοφορίας και παίρνει θέση επί του θέματος με επιχειρήματα σε ένα αποκαλυπτικό, χαρακτηριστικό για το ανεξάρτητο ελληνικό πνεύμα διάλογο. Οι πηγές επί του θέματος είναι πολλές, μεταξύ άλλων η ποίηση του Αρχίλοχου και η «Ανάβαση» του Ξενοφώντα. Τα κίνητρα των μισθοφόρων, η ζωή τους, το esprit de corps στα ξένα, είναι θέμα διαφόρων κειμένων. Καταλήγουμε στα αποφθέγματα του Λυσία από τον Ολυμπιακό Πανηγυρικό:



«... Τα σώματα των Ελλήνων ανοίκουν σε εκείνον που πληρώνει...» (Λυσ. 33, 5), και του Ισοκράτους από το λόγο του «Περί Ειρήνης» «... οι οποίοι (μισθοφόροι) λόγω άλλων κακουργημάτων συναθροίζονται και θα στραφούν εναντίον μας οποτεδήποτε άλλοι τους πληρώσουν υψηλότερο μισθό.» (Η, 44-45).



Η επόμενη διάσταση της ελληνικής αιγυπτιολογίας είναι η επιστήμη και η ιστοριογραφία. Εδώ είναι οι πηγές ο Διόδωρος της Σικελίας (Ιστορική Βιβλιοθήκη) και κυρίως ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι). Οι πληροφορίες μέχρι της ιδρύσεως της Αλεξάνδρειας και μετά αναφέρουν ότι ο Λυκούργος, ο Πυθαγόρας, ο Σόλων , ο Δημόκριτος, ο Πλάτων, ο Εκαταίος, ο Στράβων, ο Πλούταρχος, ο Χαιρήμων, ο Διόδωρος και ο Ιάμβλιχος αναζήτησαν στην Αίγυπτο τη σοφία του πανάρχαιού της πολιτισμού. Και εδώ πρόκειται για μια άλλη ελληνική ιδιαιτερότητα· Η Αίγυπτος μελετάται ως διάσταση της πανανθρώπινης οικουμένης, μέσω μιας εθνολογικής θεωρίας η οποία δεν αξιολογεί τις πολιτισμικές μορφές της ανθρωπότητας δαρβινικά, εξελικτικά, αλλά παραδέχεται την φαινομενική πολλαπλότητα των ανθρωπίνων φαινομένων. Η παραστατικότητα της Αιγύπτου είναι για τους Έλληνες χρήσιμη στην αναζήτηση του παρελθόντος της ανθρωπότητας· Τα ταξίδια, οι περιοδείες σε ξένες χώρες, η περιέργεια ανήκουν στον ελληνικό τρόπο ζωής και στη κοσμοπολίτικη προϋπόθεση της επιστήμης. Η μέθοδος της μελέτης της Αιγύπτου είναι η αποδεικτικότητα στην έρευνα, η επιστημονική περιέργεια, η αυτοψία, η πληροφόρηση μέσω ειδημόνων, και η ιστορική αναδρομή, με μια λέξη η θεμελίωση της επιστήμης ως γνώση ανεξάρτητη από θρησκεία και έθιμα. Κυρίως η περιέργεια ως κίνητρο της επιστημονικής έρευνας είναι ελληνικό χαρακτηριστικό. Βεβαίως η δημοκρατική ελληνική κοινωνία δεν απαγορεύει τις διαμαχόμενες γνώμες. Στην πολιτεία αντιμάχονται οι γνώμες μέσω της ελευθερίας του λόγου. Ετσι ο μεν Ηρόδοτος στιγματίζει τη πολιτισμική ύβρη και τη σοβινιστική προκατάλειψη κατά των «Βαρβάρων» «…έρχομαι τώρα να πω περισσότερα για την Αίγυπτο, γιατί έχει πολύ περισσότερα αξιοθαύμαστα πράγματα και πολύ περισσότερα έργα άξια να μνημονευτούν από κάθε άλλη χώρα» (Ιστορίαι Β, 35). Όμως αυτό μέσα σε ένα κλίμα αντιδράσεων που αμφισβητεί τη σοβαρότητα των εξιστορουμένων, την αξιοπιστία των πληροφοριών, και την αποδεικτικότητα των ερμηνειών.



Η κοινή γνώμη, και εδώ πρόκειται για μια ανάλογη της σημερινής κατάσταση, δοκιμαζόταν από τις διαμαχόμενες απόψεις επί του θέματος. Γι αυτό ακριβώς το λόγο η περίπτωση της αφομοιώσεως του αιγυπτιακού πολιτισμού από τον ελληνικό είναι παραδειγματική για σημερινές ανάλογες καταστάσεις. Κλείνουμε το θέμα με το Πλούταρχο και το Αριστοφάνη. Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο ως «φιλοβάρβαρο» στο «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» κείμενο του (Πλούταρχος, 12), και ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες» διακωμωδεί την «αιγυπτομανία» με τη παρωδία του ομαδικού κτισίματος της πόλης «Νεφελοκοκκυγίας» ως αιγυπτιακής πυραμίδας, (Όρνιθες, 818-819).



Σε άλλη διάσταση αλλά επίσης πρωτότυπη είναι η μεταφορά στοιχείων της απόκρυφης αιγυπτιακής θρησκείας στο θεωρητικό βίο των Ελλήνων. Πρόκειται για την «interpretatio graeca», που σημαίνει ότι η Αίγυπτος χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ως καθρέφτης που αντανακλούσε και φώτιζε τον ελληνικό πολιτισμό. Όσον αφορά την αφομοίωση των αιγυπτιακών θεοτήτων στο ελληνικό πάνθεο και την αξία της ελληνοποίησης τους δεν μιλάμε περί αυθεντικότητας αλλά περί καταλληλότητας της εμπνεύσεως, γιατί η εξασφάλιση της προϊστορικής καταγωγής του θείου είχε σημασία για τη θρησκεία, τα κοινά, τους θεσμούς και τις παραδόσεις. Η Αίγυπτος προσέφερε μια πολιτική θεολογία που εξασφάλιζε την προϊστορία της νομοτέλειας και της καλοκαγαθίας μέσω αυταρχικής πανάρχαιας θεοκρατίας και θεϊκής προελεύσεως των νόμων, προς πάταξη του κινδύνου της παρανομίας, της αυθαιρεσίας, της παρασπονδίας και της επιορκίας. Ένας άλλος λόγος του ελληνο-αιγυπτιακού θρησκευτικού κράματος είναι το ότι κατά το τέλος του 500 π.Χ. η υπαρξιακή ανησυχία των Ελλήνων αναζητούσε απαντήσεις πέραν του ορθολογισμού στο μυστικιστικό απόρρητο της θρησκείας και το αιγυπτιακό πάνθεο προσέφερε αυτό το στοιχείο. Αργότερα στην ελληνιστική εποχή και μετά το 200 π.Χ. τα ελληνο-αιγυπτιακά απόρρητα κείμενα τα αναφερόμενα στον Ερμή τον Τρισμέγιστο - έναν παραλληλισμό μεταξύ του Ερμή και του θεού Θωθ — ανταποκρίνοντο στην ανάγκη για μεταφυσική αποκαλυπτική ευλάβεια. Πολλά από τα κείμενα του «Corpus hermeticum», πηγή απόκρυφης σοφίας ανά τους αιώνες αποδίδονται στον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Οι πηγές του «Corpus hermeticum» από το



100 π.Χ. μέχρι το 300 μ. Χ. είναι πολλαπλές. Εν παρενθέσει πρέπει να πούμε ότι το πλήρες χειρόγραφο και βάση για τις επόμενες ιστορικές εκδόσεις είναι το έργο του βυζαντινού ιστοριογράφου Μιχαήλ Ψελλού (1018-1080).



Με τον Αλέξανδρο τελικά ελληνοποιήθηκε ο αιγυπτιακός πολιτισμός μέχρι τελειωτικής εξάλειψης του. Το πνεύμα της ελληνοποίησης είναι παραδειγματικό σε μια εποχή που δεν ισχύει η έννοια της ανθρώπινης αλληλεγγύης, αλλά αντιθέτως ο θρίαμβος του φυσικού δικαίου «πόλεμος πάντων εναντίον πάντων», λεηλασία, δουλεία και θάνατος. Ο Αλέξανδρος ήρθε ξένος στην Αίγυπτο, αλλά χαιρετίστηκε ως ελευθερωτής. Λύτρωσε τη χώρα από τη περσική κατοχή και καθίδρυσε την εξουσία των Πτολεμαίων. Θεμελίωσε την εξουσία του μέσω μιας οπορτουνιστικής προσωπικής ταύτισης σε διαφόρους τομείς. Πολιτική αναφορά στους μύθους, αξιοποίηση των πληροφοριών μορφωμένων Αιγυπτίων πληροφοριοδοτών και καθίδρυση αντιπερσικής προπαγάνδας τονίζοντας την αναστολή της περσικής βεβήλωσης, αναστήλωση των ναών, προστασία των ιερών ζώων, επαναφορά των ιερών ειδώλων. Αργότερα οι Πτολεμαίοι συνέθεσαν το αιγυπτιακό με το ελληνικό πνεύμα με τη δημιουργία μιας νέας θεότητας, του θεού Σέραπη, του οποίου η λατρεία διαδόθηκε σε όλο το μεσογειακό κόσμο.



Ανακεφαλαιώνοντας αναφερόμαστε στη ιστορική ανάλυση. Η ιστορική έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η στάση των Ελλήνων απέναντι στον αιγυπτιακό πολιτισμό, πέραν του θαυμασμού για το ξένο, βασίζετο στο λόγο εν αντιθέσει προς το μύθο. Πρόκειται για το θρίαμβο του λόγου επί του μύθου. Η καθοδηγητική δύναμη του ελληνικού πολιτισμού κατά την προσέγγιση του αιγυπτιακού είναι απόρροια μιας ιδεολογικά ασφαλούς αντιμετώπισης που δεν φοβάται τη υπερτίμηση του ξένου. Η παραδοχή του ξένου και ο θαυμασμός για το ξένο γίνονται με αναφορά στο «γνώθι σαυτόν».