Θα' θελα ν'άλλαζαν οι ρόλοι. Ο ήλιος να καιγότανε μέσα στα δυο μου χέρια, ο χρόνος να προσκύναγε την έφηβη ζωή μου, οι ουρανοί κι οι θάλασσες να άρπαζαν μαχαίρια, το αίμα τους να πότιζε το γέρικο κορμί μου. Θα' θελα ν'άλλαζαν οι σκέψεις. Η μούσα να ικέτευε για δυο λάγνες αράδες, κι αυτές σαν θα τις χάριζα να με κερνούσε δώρα: δυο άρματα γυμνόστηθες και πρόστυχες μαινάδες να πλάγιαζαν στην κλίνη μου σαν θα περνούσε η ώρα. Θα' θελα ν'άλλαζαν τα λόγια. Χαιρετισμοί, χαμόγελα να καταντούσαν ύβρεις, οι λέξεις να ξεχρέωναν το άδειο μου κεφάλι. Τα γράμματα να σκόνταφταν στους στεναγμούς της τύχης, λόγια σοφά να έγραφα σε μία παραζάλη. Μή με λογίζεις άνθρωπε, λόγια μεγάλα λέω. Εαρινά μαραίνομαι, χειμερινά ανθίζω, τις λύπες σου τις χαίρομαι και τις χαρές σου κλαίω, εγώ σου είμαι θάνατος, το τέλος μου ελπίζω. |