Συγγραφέας εργασίας: Dr. Irene Lang-Γρυπάρη
Universität Oldenburg - Γερμανία
Μπορείτε να κατεβάσετε το αρχείο σε εκτυπώσιμη μορφή .doc εδώ
Ο Γερμανός φιλόσοφος Εμμανουήλ Καντ γεννήθηκε στη Καινιξβέργη της Ανατολικής Πρωσίας. Ο πατέρας του ήταν σελοποιός, η οικογένεια ευσεβή (pietistisch) προτεσταντική. Από το 1740 μέχρι το 1746 σπούδασε στη πατρίδα του φιλοσοφία, μαθηματικά και θεολογία. Τις σπουδές του τις χρηματοδοτούσε με ιδιωτικά μαθήματα και κέρδη του μπιλιάρδου. Μετά τις σπουδές λόγω του θανάτου του πατέρα του και της οικονομικής στενότητας εργάστηκε ως οικιακός δάσκαλος. Στη φιλοσοφική σκέψη του Καντ διακρίνουμε δύο περιόδους, την προκριτική μέχρι τις αρχές του 1770 και την κριτική.
Στην προκριτική, ως συνεχιστής της δογματικής φιλοσοφίας του Christian Wolff, ασχολείται με θέματα της θεωρητικής φυσικής επιστήμης και της φυσικής φιλοσοφίας.
Στην πρώτη επιστημονική του πραγματεία „Σκέψεις επί του ακριβούς υπολογισμού των ζωτικών δυνάμεων“(Gedanken von der wahren Schätzung der lebendigen Kräfte)(1749) συνέθεσε τις μαθηματικές αντιθέσεις του Descartes και του Leibniz.
Στην μελέτη του „Γενική ιστορία και θεωρία του πλανητικού συστήματος“(Allgemeine Naturgeschichte und Theorie des Himmels) που εκδόθηκε ανώνυμα το 1755 αναπτύσσει την προέλευση του σύμπαντος σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους του Newton και προετοιμάζει εν μέρει τον δρόμο για την κοσμογονική θεωρία του Laplace. Χαρακτηριστικό των απόψεων του Καντ στις φυσικές επιστήμες, είναι η πεποίθηση ότι υπάρχουν συστήματα Γαλαξιών πέρα από το γνωστό.
Το 1755 επιστρέφει ο Καντ στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης και συγγράφει την διδακτορική του εργασία με τίτλο „Περί της φωτιάς“(De igne) και στον ίδιο χρόνο την υφηγεσία με τίτλο „Νέο σχόλιο περί των μεταφυσικών αρχών της γνωστικής ικανότητας“(Nova dilucidatio). Ήδη εδώ θέτει το ερώτημα των αρχών της δυνατότητας της γνώσης, αλλά θεωρεί σύμφωνα με το πνεύμα της φιλοσοφικής παράδοσης της εποχής του, τον θεϊκό νου ως αρχή της δυνατότητας της.
Στο έργο του „Δοκίμιο για την εισαγωγή της έννοιας των αρνητικών μεγεθών στην φιλοσοφία“(Versuch den Begriff der negativen Grössen in die Weltweisheit einzuführen)(1763) o Kαντ διευκρινίζει την διαφορά μεταξύ λογικής και πραγματικής συνέπειας και μεταξύ λογικής αντιφάσεως και πραγματικής αντιθέσεως.
Με αυτά τα πανεπιστημιακά πτυχία ο Καντ γίνεται υφηγητής(magister legens) στην Καινιξβέργη.
Η κριτική περίοδος αρχίζει το 1779 που γίνεται καθηγητής της μεταφυσικής και εκδίδει την διατριβή „Περί της μορφής και των αρχών του αισθητού και του νοητικού κόσμου“(De mundi sensibilis atque intelligibilis forma et principiis).
Ο Καντ, στην κριτική περίοδο, η οποία είναι η ανατρεπτική της δογματικής μεταφυσικής περίοδο, θεμελιώνει τη κριτική φιλοσοφία επί τη βάσει της εννοιολογικής διακρίσεως μεταξύ αισθητής και νοητικής γνώσης.
Τα κυρίως έργα αυτής της εποχής είναι η „Κριτική του καθαρού λόγου“(Kritik der reinen Vernunft), η „Κριτική του πρακτικού λόγου“(Kritik der praktischen Vernunft) και η „Κριτική της κριτικής δύναμης“(Kritik der Urteilskraft).
Η κριτική περίοδος διέπεται από την θεωρία του ότι η γνώση έγκειται σε παραστάσεις του εμπειρικού κόσμου. Και εδώ πρόκειται για μια επανάσταση στην φιλοσοφία ανάλογης σημασίας με το θεωρητικό κατόρθωμα του Κοπέρνικου στην φυσική επιστήμη. Ο ορισμός της γνώσης κατά την σχολαστική παράδοση είναι ο εξής: Η γνώση είναι η εξίσωση/αντιστοιχία του πράγματος με το πνεύμα (Adequatio rei ac intellectu). Κατ΄αυτήν η γνώση στρέφεται προς το αντικείμενο/πράγμα αυτό καθ΄ αυτό(Ding an sich). „Aυτό καθ΄αυτό“ σημαίνει ότι το αντικείμενο είναι αναγκαίο και απόλυτο. Ο Καντ αντιστρέφει τους όρους, το αντικείμενο στρέφεται προς την γνώση, αλλά, και εδώ έγκειται η επαναστατική του άποψη, το αντικείμενο είναι μόνο παράσταση, το αντικείμενο αυτό καθ΄αυτό παραμένει ανέφικτο για την γνώση. Για την σχέση ισχύει αλγεβρικά η συνάρτηση f(x), όπου η παράσταση ως μεταβλητή f είναι συνάρτηση του x, του αντικειμένου, ως ανεξάρτητης μεταβλητής.
Λεκτικά η γνώση/κρίση είναι κατηγορηματική πρόταση, δηλαδή, Υποκείμενο της προτάσεως (παράσταση) είναι Κατηγορούμενο της προτάσεως (ιδιότητα). Η πρόταση δεν μπορεί να υποδείξει λεκτικά την διαφορά μεταξύ παραστάσεως και της προελεύσεως της, του αντικείμενου, και να διεισδύσει από τη παράσταση στο πράγμα αυτό καθ΄ αυτό. Μια αναγνώριση του αντικειμένου/πράγματος πέρα από τη κατηγορηματική πρόταση είναι λεκτικά αδύνατη. Συγχρόνως ισχύει ότι κάθε παράσταση προέρχεται από κάποιο πράγμα/αντικείμενο, γιατί λογικά είναι αδύνατο να μην δηλώνεται κάτι, ή αυτό το κάτι είναι πάντα δεδομένο, ή αλλιώς, ως περιεχόμενο της αντιλήψεως υπάρχει εξάπαντος κάτι και όχι το τίποτα.
Αυτή η γνώση όμως δεν είναι αυθαίρετη. Η πρόταση είναι ορθή ή λανθασμένη. Η επικύρωση ή η απόρριψη της προτάσεως λαμβάνει χώρα σ΄ ένα σύστημα αρχών της επαληθεύσεως.
Το έργο „Κριτική του καθαρού λόγου“(Kritik der reinen Vernunft) εκδίδεται το 1781. Το 1783, με τίτλο „Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη“(Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik die als Wissenschaft wird auftreten können) επανεκδίδεται αποσπασματικά και εκλαϊκευμένα η „Κριτική του καθαρού λόγου“, αυτό το επαναστατικό αλλά για την εποχή του δυσνόητο έργο.
Κριτική σημαίνει αυτοκριτική της γνωστικής ικανότητας, δηλ. ο θεωρησιακός νους, διχάζεται σε υποκείμενο της κριτικής και αντικείμενο της κριτικής και θέτει το ερώτημα: ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ. Ξεκινά από τις αρχές της αισθήσεως, προχωρεί στις αρχές της διανοίας και καταλήγει στις αρχές του νού με το να χειρίζεται τη γνωστική ικανότητα μεθοδικά ως απαγωγή από ... και αναγωγή σε.... To ζητούμενο σ΄ αυτό το έργο είναι εάν και πως είναι δυνατή γενικώς ισχύουσα, αναγκαία και αποδεδειγμένη γνώση. Η απάντηση: Τέτοια γνώση μπορεί να προέρχεται μόνο από a priori καθαρά στοιχεία της αισθητής και νοητικής αντίληψης τόσο των φαινομένων όσο και των νοουμένων. Δηλαδή οι όροι της δυνατότητας της νόησης εν γένει, είναι συγχρόνως οι όροι της δυνατότητας των αντικειμένων της νόησης. Τα δε a priori στοιχεία της αισθητής και της νοητικής γνώσης δεν αντιμάχονται μεταξύ τους αλλά συνεργάζονται αναγκαία. Αποφθεγματικά: Η αίσθηση χωρίς την νόηση είναι τυφλή, η δε νόηση χωρίς την αίσθηση είναι κενή.
Υπόσταση της γενικώς ισχύουσας, αναγκαίας και αποδεδειγμένης γνώσης είναι η κρίση εκφραζόμενη λεκτικά στην καταφατική και αρνητική πρόταση. Οι κρίσεις, λεκτικά προτάσεις, καταφατικές ή αρνητικές, είναι αναλυτικός λόγος ή συνθετικός λόγος. Στις αναλυτικές προτάσεις η έννοια του κατηγορουμένου συνεπάγεται την έννοια του υποκειμένου, που σημαίνει ότι δεν επέρχεται αύξηση της γνώσης από το υποκείμενο προς το κατηγορούμενο, δηλ. Υποκείμενο = Κατηγορούμενο, επομένως ταυτολογία. Στις συνθετικές προτάσεις η έννοια του κατηγορουμένου δεν συνεπάγεται την έννοια του υποκειμένου. Συνεπώς η συνθετική πρόταση είναι αύξηση της γνώσης, δηλ. Υποκείμενο < Κατηγορούμενο.
Συνθετικές κρίσεις ή προτάσεις που αυξάνουν την γνώση, αλλά που δεν ισχύουν γενικώς και απεριορίστως, ονομάζει ο Καντ a posteriori εμπειρικές προτάσεις και είναι επιτεύγματα των επιστημών.
Όμως την μεταφυσική την ενδιαφέρουν οι συνθετικές καθαρές κρίσεις a priori εφ΄όσον ισχύουν γενικά, απεριόριστα, αναγκαία και αποδεδειγμένα. Τέτοιες γνώσεις είναι τα Μαθηματικά (Αριθμητική και Ευκλείδειος Γεωμετρία) η θεωρητική Φυσική του Newton και η Πλατωνική και Αριστοτελική μεταφυσική με την λογική της βάση.
Αυτές οι γνώσεις λειτουργούν κατά το Καντ υπερβατικά, δηλ. αναγκάζουν την φύση να απαντήσει στα ερωτήματα που της θέτουν, με τους όρους που της θέτουν, εκ των προτέρων και μάλιστα με όρους ανεξάρτητους από την εμπειρία. Τα πορίσματα αυτά του υπερβατικού νου (υπερβατικός από την άποψη ότι υπερβαίνει το φαινόμενο) είναι η „Κριτική του καθαρού λόγου“ στην διάρθρωση της υπερβατικής αισθητικής και της υπερβατικής αναλυτικής με την λογική και την διαλεκτική.
Η λογική αναγκαιότητα και η επικύρωση των συνθετικών κρίσεων a priori στα μαθηματικά έγκειται στις θεαματικές μορφές ή ενέργειες (Anschauungsformen). Οι θεαματικές ενέργειες αναγνωρίζουν τον υλικό κόσμο μέσω δύο μορφών, αυτής του χώρου και αυτής του χρόνου. Η μορφή του χώρου είναι a priori εξωτερικός τρόπος της γνώσης ως απόλυτος χώρος της Ευκλειδείου Γεωμετρίας. Η μορφή του χρόνου είναι a priori εσωτερικός τρόπος της γνώσης ως αριθμητική, δηλ. ως αλληλουχία, διαδοχικότητα των αριθμών αλλά και των γεγονότων και των βιωμάτων.
Η δυνατότητα των κρίσεων a priori στην θεωρητική Φυσική βασίζεται στον συνδυασμό των θεαματικών μορφών και των a priori μορφών της διανοητικής ενέργειας. Αυτές οι μορφές ή ενέργειες είναι οι Κατηγορίες(Kategorien). Η διανοητική ενέργεια αυτή καθ΄αυτή είναι υπερβατική a priori σύνθεση(transzendentale Apperzeption) των πολλαπλών εντυπώσεων των φαινομένων. Οι κατηγορίες εγγυώνται τη γενική, ισχύουσα, αναγκαία και αποδεδειγμένη γνώση της θεωρητικής Φυσικής που εκφράζεται λεκτικά σε προτάσεις αναφερόμενες στην εμπειρία και το επιστημονικό πείραμα. Αναφορικά με την εφαρμογή τους επί των αισθήσεων οι κατηγορίες προσδιορίζουν τις κρίσεις κατά την ποσότητα, την ποιότητα, τις σχέσεις και τον τρόπο της υπάρξεως. Την σύνθεση (Verstandeshandlung), ως αυτενέργεια της διάνοιας, ονομάζει ο Καντ Σχηματισμό (Schematismus). Κατ΄αυτόν πρόκειται για την σύνθεση των πολλαπλών θεαματικών ενεργειών του χώρου και του χρόνου και των λογικών ενεργειών των κατηγοριών, με αποτέλεσμα την αναγνώριση της πραγματικότητας ως παραστάση, δηλ. σύνθεση της λογικής και της εμπειρίας. Η διατύπωση της συνθετικής αυτενέργειας της γνωστικής ικανότητας είναι η εξής:
ΤΟ ΟΤΙ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΟΛΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ. Δηλαδή η συνείδηση εισάγεται στη λογική. Η αυτοσυνείδηση εισάγεται στη λογική, γιατί χωρίς αυτοσυνείδηση δεν θα ήταν το επιχείρημα της αυτοκριτικής αυτοσχεσίας δυνατό. Το υπερβατικό υποκείμενο της γνώσης γίνεται στον Καντ αρχή της φιλοσοφίας, δεν είναι όμως „υποκειμενικό ψυχικό εγώ“.
Στην υπερβατική διαλεκτική ο Καντ αναλύει τον νου και θέτει το ερώτημα πως είναι η μεταφυσική ως επιστήμη δυνατή. Το θέμα της μεταφυσικής είναι οι ιδέες. Οι ιδέες είναι ανεξάρτητες από τη διάνοια και την αναγνώριση της διάνοιας του υλικού κόσμου εξαρτάται από τις θεαματικές και λογικές ενέργειες. Οι ιδέες ανήκουν στο νου. Οι ιδέες ανήκουν στο νοητό, υπεραισθητό κόσμο. Εδώ πρόκειται για την Πλατωνική Ιδέα και τη Αριστοτελική Λογικο-οντολογία. Ο διερευνητικός θεωρησιακός νους, η υπερβατική κριτική, με τους διαλογισμούς του προσπαθεί να υπερβεί τα όρια και το πεδίο του αισθητού κόσμου και να δώσει απάντηση στα ερωτήματα της μεταφυσικής. Όμως η γνώση των ιδεών δεν είναι αναμφισβήτητη πραγματικότητα όπως αυτή των εννοιών, αλλά δεοντολογική αναζήτηση του θεωρησιακού νου, αυθυπέρβαση των a priori αρχών της διανοίας. Εδώ έγκειται ο Kριτικός Iδεαλισμός του Καντ. Τα ερωτήματα της μεταφυσικής σχετικά με την ιδέα του Απόλυτου, της υπάρξεως του Θεού, της αρχής και του τέλους του κόσμου και της αθανασίας της ψυχής είναι αναπόφευκτα, και η Θεολογία, η Κοσμολογία και η Ψυχολογία προβληματίζονται ακατάπαυστα επ΄αυτών των θεμάτων. Το κατόρθωμα του Καντ έγκειται στο ότι απήλλαξε τις διδόμενες απαντήσεις από το δογματισμό που παράγει παραλογισμούς, απορίες και αντινομίες. Ο Καντ το κατόρθωσε αυτό αφού προσδιόρισε τη διαφορά των επιχειρημάτων ως προς την αναφορά τους. Δηλαδή, ποιά επιχειρήματα της μεταφυσικής προέρχονται από ποιές έννοιες των αισθητών, και ποιά επιχειρήματα προέρχονται από ποιές υπερβατικές ιδέες. Π.χ. απέρριψε τη σχολαστική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού, μέσω της υπάρξεως της εννοίας του Θεού.
Στην „Κριτική του πρακτικού λόγου“ (Kritik der praktischen Vernunft)(1788), το ηθικό έργο του Καντ, ο νούς δεν είναι μόνο καθοριστικός όπως ο θεωρησιακός του καθαρού λόγου, αλλά νομοθετικός. Εδώ είναι το ερώτημα: ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ.
Ο διερευνητικός νους δε μπορεί να φέρει αποδείξεις για την ιδέα του Θεού, την ελευθερία και την αθανασίας της ψυχής, η ηθική όμως χρήση του μπορεί να τις θεμελιώσει. Υπερβατικός, καθαρός είναι ο πρακτικός νους γιατί η ιδέα του υπερτάτου αγαθού καθοδηγεί εκ των προτέρων τα κίνητρα των πράξεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελεύθερη θέληση συμπίπτει με τη φαινομενική πράξη. Ο νούς κατευθύνει την θέληση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, ως άτομο με τον χαρακτήρα του, υπόκειται στις επιδράσεις του τυχαίου περιβάλλοντος, του εξωτερικού κόσμου, και ως εκ τούτου δεν είναι ελεύθερος. Αυτή είναι η ετερόνομη τυχαία περίσταση. Αλλά ο πρακτικός νους νομοθετεί την ηθική του αυτόνομου καθήκοντος. Ο άνθρωπος ως πνευματικό ον, ως προσωπικότητα, είναι ελεύθερος και κατευθύνεται στις πράξεις του από τον ηθικό νόμο, την Κατηγορική Προσταγή. Ως προσωπικότητα είναι η αξία του ανώτερη από κάθε άλλη αξία, αν και η ελευθερία δεν του έχει δοθεί εκ των προτέρων αλλά πραγματοποιείται ως προσταγή. Ο ορισμός της ελευθερίας στον Καντ συνεπάγεται την ιδέα της θελήσεως και την δυνατότητα της νέας έναρξης, δηλ. της ρήξης με μία ηθικά αφόρητη συνέπεια. Η Κατηγορική Προσταγή είναι ο εξής ορισμός της ελεύθερης ηθικής πράξης: ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΕΠΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΠΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΙΣΧΥΟΥΝ ΩΣ ΑΡΧΕΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ.
Ο πρακτικός νους διατάσσει το καλό και απαγορεύει το κακό. Η δυνατότητα της ηθικής πράξης είναι η θέληση. Η ανθρώπινη θέληση είναι ελεύθερη ή μη ελεύθερη. Ηθική είναι μια πράξη όταν υποτάσσεται στον ηθικό νόμο μόνο. Τότε μόνο είναι ελεύθερη. Εάν τα κίνητρα της δεν είναι ο σεβασμός για τον ηθικό νόμο και το καθήκον, τότε η πράξη είναι απλώς μόνο νόμιμη. Ο Θεός, η ελευθερία και η αθανασία της ψυχής είναι οι ηθικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης βούλησης. Αυτές οικοδομούν δεοντολογικά το ανθρώπινο βουλητικό ενέργημα.
Το ζητούμενο στο έργο „Κριτική της κριτικής δύναμης“(Kritik der Urteilskraft)(1790) είναι μεσολάβηση μεταξύ θεωρησιακού και πρακτικού λόγου πρός απάντηση του ερωτήματος, ΤΙ ΔΥΝΑΜΑΙ ΝΑ ΕΛΠΙΖΩ. Ο ανθρώπινος νους υπαγορεύει στη φύση νόμους της ελευθερίας και της σκοπιμότητας, δηλ. διαλογίζεται αιτιοκρατικά. Αλλά η φύση δεν υπακούει στους νόμους της ελευθερίας, η οποία είναι πρωτίστως ανάγκη της διαλογιζόμενης κριτικής δύναμης του νου. Η διαλογιζόμενη κριτική δύναμη θεωρεί τους πολλαπλούς ισχύοντες νόμους της φύσης ως επακόλουθα μιας γενικώς ισχύουσας σκοπιμότητας, χωρίς όμως αποδεικτική γνώση, αλλά με καθοριστικούς συλλογισμούς σχετικά με μια πιθανή, υποθετική τελεολογία των δεδομένων. Δηλαδή η τελεολογική σκέψη είναι κατά την μεταφυσική ερμηνεία του σύμπαντος μόνο καθοριστική, περιοριστική.
Η διαλογιζόμενη κριτική δύναμη είτε αισθητικά τελεολογική, είτε λογικά τελεολογική μπορεί ανά πάσα στιγμή να κρίνει αυτόνομα οδηγούμενη από τις αρχές του να είναι ελεύθερη από προκαταλήψεις, να είναι συνεπής στους συλλογισμούς της και ευρεία στις σκέψεις της.
Στην αισθητική κρίση το ωραίο έχει μορφή της σκοπιμότητας, δεν εξαρτάται από την ιδέα αλλά απο το αίσθημα του ευχάριστου ή δυσάρεστου.
Για την τελεολογική λογική δύναμη είναι η αιτιοκρατία στη φύση μια καθοριστική ιδέα της αιτίας και του αιτιατού, η οποία αφορά τους φυσικούς νόμους που προηγουμένως έχει υπαγορεύσει η διάνοια στην φύση. Η καθοριστική ιδέα είναι ο απλώς διακανονιστικός στοχασμός και αντίληψη καθ΄ υπόθεση, αναλογία και πιθανότητα. Η ιδέα είναι πρόβλημα για την θέληση. Η θέληση προβληματιζόμενη αναζητά και ευρίσκει εφόσον κρίνει τελεολογικά. Οι ιδέες είναι νομοθετικές για τον ανθρώπινο νου μόνο, όμως όχι δημιουργικές για την πραγματικότητα. Η σχολή των Επικουρείων, ο Σπινόζα, η σχολή του Υλοζωϊσμού και ο Θεϊσμός έχουν δώσει ανάλογες απαντήσεις. Εφόσον το υποκείμενο κρίνει τελεολογικά, κρίνει συγχρόνως και τον εαυτό του, δηλ. η θέληση που το καθοδηγεί μπορεί να είναι καλή ή όχι, γιατί η κριτική δύναμη είναι απλώς υποκειμενική, ως ανθρώπινος νούς. Είναι η θέληση καλή, οδηγείται από την ιδέα του Υπέρτατου ¨Οντος. Είναι η θέληση κακή, καταντά η τελεολογική της σκέψη δαιμονολογία.
Τις κοινωνικές και πολιτικές απόψεις του διευκρινίζει ο Καντ σε διάφορα κείμενα μεταξύ άλλων στην „Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με κοσμοπολιτικό σκοπό“(Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltbürgerlicher Absicht)(1784), στο σχόλιο „Για την αιώνια ειρήνη“(Zum ewigen Frieden)(1795) και στο άρθρο „Απάντηση του ερωτήματος „Τι είναι ο Διαφωτισμός“(Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung).
Ενδιαφέρον είναι πως ο πολιτικός Καντ διαγράφεται στην στάση του ως προς τα επίκαιρα γεγονότα της εποχής του, πρωτίστως στην στάση του προς τη Γαλλική Επανάσταση.
Γι΄ αυτόν, το δίκαιο στις σχέσεις του κράτους με την κοινωνία, η διάκριση των εξουσιών και το δίκαιο στις σχέσεις των κρατών μεταξύ τους, πραγματοποιούνται στον αγώνα του γαλλικού λαού. Ο Καντ ανήκει στη γερμανική avantgarde του Διαφωτισμού, της εδραίωσης της δημοκρατίας και του κοσμοπολιτισμού. Για το Καντ είναι η ιδέα της γενικότητας όχι αφηρημένη αλλά πραγματικότητα ως δημοκρατική τάξη πραγμάτων και η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο. Η πολιτική τάξη πραγμάτων είναι η προϋπόθεση της ηθικής, και η κοινή θέληση είναι η επίτευξη του πνεύματος της ελευθερίας.
„Τι είναι ο Καντ άλλο από την γερμανική θεωρία για την γαλλική πράξη της επαναστάσεως;“ είναι ο χαρακτηρισμός του Μαρξ στο „Φιλοσοφικό μανιφέστο της ιστορικής νομικής σχολής“(Das philosophische Manifest der historischen Rechtsschule)(1842). Για τo Καντ η Γαλλική Επανάσταση είναι η πραγματικότητα του μετασχηματισμένου δικαίου, μεγάλης και κοσμοπολιτικής σημασίας υπό την έννοια ότι κατόρθωσε να λύσει το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρωπίνου γένους, την καθίδρυση μιας πολιτείας δικαίου, δηλ. κατόρθωσε για πρώτη φορά να εξασφαλίσει όσο το δυνατό μεγαλύτερη ελευθερία μέσα στα όρια του νόμου, που σημαίνει δίκαιο πολιτικό σύνταγμα. Πέρα από το πρόβλημα του ιδεώδους πολιτικού, του δημοκρατικού συντάγματος, καθίδρυσε η Γαλλική Επανάσταση την ανάγκη νομίμων διεθνών σχέσεων μεταξύ των κρατών προς αποφυγή πολέμων. Και στο κείμενό του „Περί της διαμάχης των σχολών“(Der Streit der Facultäten)(1793) γράφει για τη Γαλλική Επανάσταση: „Η επανάσταση ενός πνευματικού λαού της οποίας στις ημέρες μας γινόμαστε μάρτυρες, μπορεί να επιτύχει ή να αποτύχει, μπορεί να παρεκτραπεί σ΄αθλιότητα και εγκλήματα, ώστε κάθε καλόπιστος άνθρωπος, έαν εσκόπευε να την επαναλάβει γι΄άλλη μια φορά, δεν θα τολμούσε υπ΄αυτές τις συνθήκες να επιχειρήσει εκ νέου αυτό το πείραμα. Αυτή η επανάσταση λέγω, εμπνέει σε όλους τους θεατές, που δεν λαμβάνουν ενεργώς μέρος, ένα αίσθημα συμμετοχής που δημιουργεί ο ενθουσιασμός που προέρχεται από την ηθική και μόνο φύση του ανθρωπίνου γένους.“
Η επανάσταση κατά τον Καντ είναι σύμφωνα με την μεταφυσική ιδέα της ελευθερίας η νέα έναρξη των πραγμάτων, ως πράξη που περατώνει μια αφόρητη συνέπεια, αυτή του παλαιού καθεστώτος, και ιδρύει επί νέας βάσεως πολιτικού δικαίου μια νέα κατάσταση, αυτή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το κενό μεταξύ παλαιάς, πλέον μη υπάρχουσας νομιμότητας και νέας νομιμότητας, πρέπει σύντομα να καλυφθεί, ώστε να αποφευχθεί η αναρχία. Το πρόβλημα της νομιμότητας που τίθεται, αναπτύσσει ο Καντ ως δίλημμα: Οταν μία επανάσταση επιτύχει και καθιδρύσει ένα νέο σύνταγμα, δεν μπορεί το παράνομον της ενάρξεως της και της πραγματοποιήσεως της να απελευθερώσει τους υπηκόους από την υποχρέωση ως νομοταγείς πολίτες να αναγνωρίσουν την νέα τάξη πραγμάτων, και να επιτρέψει να αρνηθούν να υπακούσουν στην δύναμη που έχει από εδώ και εμπρός την εξουσία.
Η εξουσία στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι εξασφαλισμένη μέσω της ιδέας του Λαού. Η ιδέα Λαός, κατά τον Καντ, είναι μεταφυσική ταυτολογία, δηλ. ο Λαός αντλεί από τον εαυτό του την εξουσία και η λαϊκή κυριαρχία λειτουργεί ηθικά ως εξής: Ο λαός ως σύνολο των πολιτών υπακούει στον εαυτό του ως νομοθετική δύναμη, ή αλλιώς χωρίς εξουσία δεν καθιδρύεται νόμος και χωρίς νόμο δεν καθιδρύεται εξουσία.
Ο συλλογισμός του Καντ έχει ως εξής:
Ο λαός ως αρχή μεταφυσική είναι γνώση απολύτως αποδεδειγμένη, η δε εξουσία αντιπροσωπεύει τη λαϊκή θέληση. Οι υπήκοοι ως πολίτες διατάσσουν. Η νομοθετική εξουσία προέρχεται από τη γενική θέληση και οι νόμοι είναι η ελεύθερη και επίσημη έκφραση της κοινής θελήσεως.
Επομένως είναι η θέληση του λαού ο μόνος κυρίαρχος σύμφωνα με τη αιτιότητα της ελευθερίας. Αντιθέτως η διάσταση μεταξύ εξουσίας και λαού έχει ως αποτέλεσμα το
καθεστώς του δεσποτικού ανώτατου άρχοντα.
Βεβαίως, κατά τον Καντ, ο λαός αξιωματικά μπορεί να περιορίσει την κυβέρνηση με την άρνηση της εγκρίσεως των διατάξεων της. Το περιοριστικό δικαίωμα του λαού σημαίνει ότι αυτό που ο λαός δεν εγκρίνει δεν μπορεί να θέσει ο νομοθέτης σες ισχύ για τον λαό. Η πιθανότητα να παραβιάσει ο εξουσιοδοτημένος κυρίαρχος το αρχικό συμβόλαιο της πολιτείας είναι μέσα στα όρια του δυνατού. Η διάσταση στη δημόσια ζωή είναι αυτή μεταξύ του δεσποτικού κυρίαρχου με τα αυθαίρετα και τυραννικά του μέτρα και του στασιαστή λαού. Κατά τον Καντ, ο λαός έχει την δυνατότητα να κατανοήσει το πνεύμα των νόμων και να συναινέσει. Η εξουσία δεν μπορεί να απαγορεύσει στον λαό να κρίνει. Την αντίθεση με τον λαό πρέπει να την λάβει υπόψη της η εξουσία μέσω της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθερία του λόγου είναι συνέπεια της αρχής της νοήσεως. Η στέρηση του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου είναι η αναίρεση της δημοκρατίας. Η εξουσία αγνοεί τι σκέπτεται ο λαός, αμφιβάλλει για την ισχύ της, διαστρέφει την κυριαρχία σε βία, και η βία προκαλεί την βία.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Καντ παρακολουθούσε τις εξελίξεις της Γαλλικής Επαναστάσεως με διάθεση κατανοήσεως των αντιμετωπιζομένων δυσκολιών της επαναστατικής κυβερνήσεως. Δεν έπαψε να υποστηρίζει την υπόθεση της επαναστάσεως ακόμη και στη δεύτερη φάση της, στην εποχή της τρομοκρατίας των Ιακωβίνων. ΄Ετσι γράφει στο δοκίμιο του: „Περί του συνήθους γνωμικού, μπορεί να ισχύει στην θεωρία, αλλά όχι στην πράξη“ (Über den Gemeinspruch: Das mag in der Theorie richtig sein...)(1793); „Και πάνω απ΄όλα εκείνο που μου φαίνεται πιο απίθανο είναι το ν΄απελπιστώ στ΄ ότι αφορά την δίκαιη υπόθεση. Την αποτυχία αυτής της επαναστάσεως θα την θεωρούσα το μεγαλύτερο δυστύχημα του ανθρωπίνου γένους. Είναι ο πρώτος πρακτικός θρίαμβος της φιλοσοφίας, το πρώτο παράδειγμα μιας κυβερνητικής μορφής που βασίζεται σε συντονισμένο και συνεπές σύστημα.“
Ο Καντ ήταν εναντίον της πανευρωπαϊκής αντεπαναστατικής αναμίξεως, που είχε ως συνέπεια πανικό, σπασμωδικές πράξεις και έκτροπα στη Γαλλία. Η δημοκρατία έπρεπε να υποστηριχθεί στα πρώτα της βήματα, η πολιτική θεωρία των Ιακωβίνων έχαιρε της συμπάθειας του, τα σφάλματα της επαναστατικής κυβέρνησης έπρεπε να στιγματίζονται μέσω της ελευθερίας του λόγου. Η Εθνοσυνέλευση ήταν τελικά η πραγματοποίηση της γενικής θελήσεως, και εάν οι 754 βουλευτές συν 28 από τις αποικίες δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν την σωστή πολιτική κρίση, ποιός επιτέλους θα ήταν σε θέση να κρίνει πολιτικά σωστά;
Πρέπει να αναφερθεί ότι η θέση που παίρνει η επανάσταση μέσα στην βιογραφία του Καντ είναι εξ ίσου ενδιαφέρουσα όσο οι θεωρητικές του απόψεις επί του θέματος. Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον ενθουσιασμό του, διαβάζονται απ΄ αυτής της απόψεως ως άλλη διάσταση του ορθολογικού στοχαστή.
Το πρόβλημα της φιλοσοφίας, το πρόβλημα της μεταφυσικής, το πρόβλημα της εποχής του, το γενικό πρόβλημα της ανθρώπινης κρίσης και της ανθρώπινης ελευθερίας, χειρίστηκε ο Καντ στο μεγαλειώδες έργο του. Η εντολή του στον καθένα από εμάς είναι ο ορισμός του Διαφωτισμού ως αντιδιαστολή του ετεροθειμένου εαυτού του προς την αυτοθεσία:
„Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την κατάσταση της πνευματικής αδυναμίας για την οποία είναι ο ίδιος υπαίτιος. Πνευματική αδυναμία σημαίνει ανικανότητα να χρησιμοποιήσει κανείς τη νόηση του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Υπαίτιος είναι ο άνθρωπος, όταν ο λόγος της αδυναμίας δεν είναι η έλλειψη νοημοσύνης, αλλά η αναποφασιστικότητα και η δειλία να χρησιμοποιήσει τη νόηση του χωρίς τη καθοδήγηση ενός άλλου. Sepere aude! ΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΣΟΥ! Αυτό είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού....Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας θεωρεί το βήμα της πνευματικής τόλμης επίπονο και επιπλέον πολύ επικίνδυνο... , όμως ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος, γιατί μετά από κάποιο πέσιμο θα μάθαινε να στέκεται στα πόδια του, αλλά το δήθεν πρόσχημα του πεσίματος, τρομοκρατεί και αποτρέπει από περαιτέρω προσπάθειες.“