Σύμφωνα με τη Γένεση, η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο δεν ήταν πάντοτε αυτή που είναι σήμερα. Υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η ζωή ήταν αντικείμενο χαράς και αισθητικής απόλαυσης, απαλλαγμένη από ανάγκες και φροντίδες. Το φυσικό περιβάλλον ήταν απόλυτα φιλικό προς τον άνθρωπο και ως αποστολή του είχε την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Μέσα σε αυτόν τον κήπο της χαράς η ζωή ταυτιζόταν εξ ορισμού με την ευτυχία. Η κατάσταση αυτή δεν έμελλε όμως να κρατήσει πολύ. Έπαυσε να υφίσταται την στιγμή που ο άνθρωπος αποφάσισε να παραβεί τον μοναδικό περιορισμό που του είχε τεθεί σαν προϋπόθεση για την παραμονή του στον θαυμαστό αυτό κόσμο. Όταν η Εύα θέλησε να γευθεί τους καρπούς του απαγορευμένου δένδρου, ο κήπος της χαράς μεταβλήθηκε σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, σε κοιλάδα δακρύων.
Το ερώτημα που άμεσα αναφύεται από την λίγο -πολύ γνωστή αυτή ιστορία, είναι κατά πόσον μπορούμε να την δεχθούμε ως αυθεντική, ανεξάρτητα από το εάν ακολουθούμε το δόγμα που την υποστηρίζει, τον χριστιανισμό. Είναι γεγονός πως η εξιστόρηση της γένεσης είναι σχηματοποιημένη και προκαλεί τον στοχαστή να ανακαλύψει ένα κρυφό νόημα, να «διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές». Με άλλα λόγια αντιμετωπίζεται ευκολότερα ως μεταφορικός παρά ως περιγραφικός λόγος, εκτός και αν τα πλαίσια αναφοράς που θα υιοθετήσουμε είναι αυστηρά τοποθετημένα εντός των ορίων της θρησκευτικής πίστης, και μάλιστα της πιο συμπαγούς και μονολιθικής μορφής της. Αυτό που θέλω να πω είναι πως, ακόμα και ο πιστός είναι ευκολότερο να αναζητήσει το πνεύμα παρά να υιοθετήσει το γράμμα των λεγομένων. Το βέβαιο όμως είναι πως ο -καλόπιστος τουλάχιστον- στοχαστής είναι αδύνατον απλώς να γελάσει και να στρέψει περιφρονητικά την πλάτη του στην φαινομενικά απλοϊκή αυτή ιστορία. Τους λόγους για την αδυναμία αυτή υποδεικνύει το γεγονός πως η Γένεση δεν αποτελεί ένα sui generis έργο, αλλά την ιουδαιοχριστιανική εκδοχή μιας κοινής και πανανθρώπινης μνήμης, μιας ιστορίας η οποία συναντάται με εντυπωσιακή ομοιότητα στην λαογραφία λαών με εντυπωσιακές διαφορές. Από την αρχαία Ελλάδα[1] μέχρι την εντελώς αυτόνομη πολιτισμικά Ινδία, με ενδιάμεσους σταθμούς στην Ασσυρία και την Μεσοποταμία[2], αλλά και στα βάθη της μαύρης ηπείρου, συναντάται η κοινή μνήμη της προγενέστερης ευτυχίας και της έκπτωσης του ανθρώπου από αυτήν. Παντού υπάρχει o κήπος της χαράς, ο οποίος δίνει την θέση του σε μια κοιλάδα δακρύων[3], και πάντα υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο άνθρωπος που παρασυρμένος από την φύση του προσεταιρίζεται τις δυνάμεις του κακού. Οι μεταξύ των μύθων διαφορές δηλώνουν την διαφορετικότητα των λαών που τους υιοθετούν, και η διαφορετικότητα αυτή τονίζει και ισχυροποιεί με την σειρά της την κοινότητα της πεποίθησης.
Είναι προφανές πως η ιστορία της Γένεσης, από οπουδήποτε και αν την αντλήσει κανείς, δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτησή μας. Το γεγονός αυτό μας υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ιστορία αυτή. Πρέπει να την αφήσουμε να οδηγήσει εκείνη τα βήματά μας στην συναγωγή συμπερασμάτων. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό, οφείλουμε να θέσουμε τα κατάλληλα ερωτήματα, ερωτήματα που να μην ξεπερνούν τις δυνατότητες της ίδιας της αφήγησης.
Ένα στοιχειώδες, κατά την άποψη μου, ερώτημα, ανακύπτει από την εμφανή -σε κάθε μορφής και προέλευσης αφήγηση- αξιολόγηση του γεγονότος. Η «έκπτωση» του ανθρώπου από την κατάσταση της διαρκούς ευτυχίας σε αυτήν που περίπου και σήμερα βιώνει, θεωρείται δυστυχές γεγονός. Και πράγματι, εάν αναλογισθούμε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η προπτωτική ζωή του ανθρώπου και τον συγκρίνουμε με την ισχύουσα πραγματικότητα, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί αποτελεί κοινό τόπο η πεποίθηση πως η πτώση απετέλεσε μια δυσάρεστη καμπή της ανθρώπινης ιστορίας. Αντίστοιχα, αφελής και ανόητος κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί αυτός που αναρωτιέται για ποιο λόγο θεωρείται από τους ανθρώπους η πτώση και η έξωση από τον παράδεισο μια θλιβερή ιστορία.
Έχει αποδειχθεί όμως από την ιστορία του πνεύματος πως πολύ σπάνια οι κοινοί τόποι δικαιολογούν το αμάχητο που ο όρος συνειρμικά τουλάχιστον ανακαλεί. Πολλές φορές αποτελούν εύκολες και αβασάνιστες παραδοχές λογικοφανών συμπερασμάτων. Επί του συγκεκριμένου, πολλές φορές και από ποικίλες πλευρές έχουν διατυπωθεί απόψεις που καταμάχονται με λογικά επιχειρήματα την κρατούσα άποψη. Η πτώση του ανθρώπου, η είσοδός του στην κοιλάδα των δακρύων και η συνεπόμενη γνωριμία του με την θλίψη, τον πόνο και τον θάνατο, απετέλεσε παράλληλα και την έναρξη της ιστορικής του παρουσίας. Σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν προκαλεί το σώμα και το πνεύμα, δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτά να αναπτύσσονται. Η πτώση έβαλε τον άνθρωπο σε μία πορεία προς την ολοκλήρωσή του, αφού στην φύση του εντάσσεται το κυνήγι της γνώσης[4], και στα πλαίσια της προπτωτικής του ύπαρξης το κυνήγι αυτό ήταν απαγορευμένο, όσο και άχρηστο. Χρειάστηκε να εξελίξει την σωματική και πνευματική του υπόσταση για να αντιμετωπίσει την ασθένεια και τον κίνδυνο. Τώρα πια μπορεί να σκοτώνει και να σκοτώνεται, αποκτά δηλαδή ρόλο διαμορφωτή του περιβάλλοντός του, αποκτά ιστορία και ιστορική «νοημοσύνη». Ο άνθρωπος κέρδισε την ιστορία του και την δυνατότητα του ειδέναι, τους δύο, δηλαδή, σημαντικότερους διαφοροποιητικούς παράγοντες αυτού και των υπολοίπων έμβιων οργανισμών. Μεταπίπτοντας από μια κατάσταση ευτυχούς απραξίας στην εν κινδύνω και πολλές φορές δυστυχή ευφυΐα συνάντησε την λύτρωση, απέκτησε την δυνατότητα να συναντήσει τον Θεό, να βρεθεί εν αυτώ, όπως λέει ο Unamuno[5]. Το σίγουρο είναι πως η ανθρώπινη ζωή απέκτησε μετά την πτώση, αν μη τι άλλο, έντονο ενδιαφέρον.
Κάτω από το πρίσμα αυτό το ερώτημα περί του κατά πόσο τελικά η πτώση αποτελεί όντως αρνητικό γεγονός ή όχι, αποκτά νόημα και ισχύ. Διαπιστώνει κάποιος πως υπάρχει αντίλογος, διισταμένες απόψεις, άρα η αρνητική αξιολόγηση που συνοδεύει το γεγονός μπορεί να υποστηριχθεί ή να καταρριφθεί μερικώς ή ίσως και ολικώς με τα κατάλληλα επιχειρήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια θέση αμφιλεγόμενη. Το πρόβλημα που ανακύπτει δεν είναι βέβαια το ποια άποψη βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Αυτό είναι ένα ερώτημα που πολλοί έχουν επιχειρήσει μέχρι σήμερα να λύσουν χωρίς να έχει ακόμη γείρει η πλάστιγγα αποκαλύπτοντας την πλευρά του νικητή. Αυτό που περισσότερο αποσπά την προσοχή, είναι το εξής: Υπάρχουν πολλές αμφιλεγόμενες και αμφισβητούμενες αντιλήψεις που βασανίζουν την σκέψη μας. Μερικές από αυτές τις έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι, άλλες, τις περισσότερες, απλώς τις υιοθετούμε. Πολλές από αυτές τις υπερασπιζόμαστε με φανατισμό, είτε επιστημονικός είτε απλός και καθημερινός είναι αυτός. Άλλες φορές ελατήριό μας είναι το συμφέρον, άλλες ο θαυμασμός προς τον δημιουργό της θεωρίας, τις περισσότερες φορές βέβαια είναι η ίδια η ανάγκη. Συνήθως όμως όλα αυτά μαζί συνδιαμορφώνουν την ιδεολογία μας (αυτό εξηγεί νομίζω γιατί τα πολιτικά συστήματα έχουν, ακόμη και σήμερα, όχι υποστηρικτές άλλά οπαδούς). Πάντοτε όμως έχουμε στο μυαλό μας, έστω και πολύ βαθιά κρυμμένη κάτω από στρώματα φανατισμού, συνήθειας ή αδιαφορίας, την γνώση πως η θεωρία που ασπαζόμαστε δεν είναι η μόνη, ούτε είναι σίγουρα σωστή, όσο και εάν μας ικανοποιεί. Ακόμη και σε ότι αφορά στα πιο αυστηρά ιδεολογικά, πολιτικά ή θρησκευτικά συστήματα, στο μυαλό του φανατικότερου οπαδού τους λανθάνει η υποψία του σφάλματος, κάτι που εξηγεί τις αναθεωρήσεις, τις αποσκιρτήσεις και τις αιρέσεις αντίστοιχα. Πως είναι λοιπόν δυνατό στο ζήτημα της αξιολόγησης της πτώσης του ανθρώπου από τον χριστιανικό ή όποιο άλλο παράδεισο να υφίσταται τέτοια θαυμαστή σύμπνοια και ομοφωνία; Η απάντηση θα μας εισάγει και στο θέμα μας. Διότι πιστεύω πως αυτό που κατέστησε την πρωτοβουλία της Εύας απεχθή και αξιόμεμπτη από όλες τις μετέπειτα γενεές δεν είναι η αποστέρηση του ανθρώπου από κάτι, αλλά ένα καινούριο «δώρο»: η βεβαιότητα του θανάτου.