Συγγραφή άρθρου: Παναγιώτης Πέρρος (ΜΔΕ Ηθικής Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών)
[ κατεβάστε το παρόν άρθρο σε εκτυπώσιμη μορφή Ms Word ]
O Jeremy Bentham υπήρξε σημαντικός φιλόσοφος, νομικός και κοινωνικός αναμορφωτής που δραστηριοποιήθηκε στη Μ. Βρετανία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της ηθικής θεωρίας της συνεπειοκρατίας (η αλλιώς ωφελιμισμού). Σύμφωνα με την ηθική αυτή θεωρία, πρέπει να πράττουμε εκείνο που προκαλεί την περισσότερη ευχαρίστηση και το λιγότερο πόνο στο μεγαλύτερο δυνατό μέρος του πληθυσμού. Σε αντίθεση με την «ηθική σχολή» της Δεοντολογίας η οποία θέτει απαράβατες ηθικές αξίας εκ των προτέρων, η Συνεπειοκρατία αξιολογεί ηθικώς μια πράξη μόνο σύμφωνα με τα αποτελέσματά της. Πέρα από την κριτική που έχει ασκηθεί στις δυο προαναφερθείσες «ηθικές σχολές», αξιοσημείωτο είναι ότι ο Bentham δεν επιδίωκε τη διατύπωση άλλης μιας θεωρίας, αλλά επιθυμούσε σφοδρά να οικοδομήσει ένα νέο, σταθερό και πάγιο ηθικό σύστημα, το οποίο θα αποτελούσε έναν ηθικό γνώμονα βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να αξιολογήσει μια πράξη, είτε όταν αυτή έχει επιτελεστεί και γνωρίζουμε ήδη τις αρνητικές και θετικές της συνέπειες, είτε όταν αυτή δεν έχει επιτελεστεί, οπότε και καλούμαστε να υπολογίσουμε με υποθετικό τρόπο τα αποτελέσματα μιας πράξης. Το βιβλίο του « Introduction to the Principles of Morals and Legislation » συγκεντρώνει το πιο σημαντικό μέρος που αφορά την ηθική του θεωρία.
Καταρχάς εκείνο που τονίζεται εκ των προτέρων είναι ότι η φύση έχει τοποθετήσει το ανθρώπινο είδος κάτω από την κυριαρχία δύο υπέρτατων κυβερνόντων, του Πόνου και της Ηδονής . Αυτοί οι δύο κύριοι παράγοντες μας κυβερνούν σε όλες τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος για να αποφύγει αυτή την υπαγωγή του σε αυτούς τους άρχοντες, δεν συντελεί σε τίποτε άλλο παρά στην επαλήθευση της κυριαρχίας τους. Η αρχή του ωφελιμισμού αναγνωρίζει αυτή την υπαγωγή στις δύο αυτές αρχές και τις μελετά πάντοτε στα πλαίσια της λογικής και του νόμου. Κοντολογίς ο ωφελιμισμός αποτελεί ρυθμιστική αρχή της ευτυχίας εκείνων των οποίων το συμφέρον βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση. Κάθε πράξη ενός ατόμου και μιας κυβέρνησης αποσκοπεί τελικώς στην αύξηση ή τη μείωση του ποσού ευτυχίας του κάθε ανθρώπου.
Το συμφέρον της κοινωνίας είναι μία από τις πιο γενικόλογες εκφράσεις της φρασεολογίας της Ηθικής. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι η κοινωνία αποτελεί ένα σώμα. Το συμφέρον της κοινωνίας ταυτίζεται με το άθροισμα των συμφερόντων του κάθε μέλους της. Τα μέλη αποτελούν τις ουσιαστικές μονάδες που χτίζουν τον οργανισμό, αυτό το σώμα της κοινωνίας. Ωφελιμισμός είναι η αύξηση της ευτυχίας και η αποφυγή του πόνου και αναφέρεται τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης πρέπει να είναι λοιπόν το μεγαλύτερο ποσό ευτυχίας, καθώς και το μικρότερο δυνατό ποσό πόνου, για το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Αυτό αποτελεί και το συμφέρον της κοινωνίας. Είναι μάταιο να αναζητούμε το συμφέρον της κοινωνίας όταν δεν ενδιαφερόμαστε για το συμφέρον του μέλους της. Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ηθική υπόσταση ενός ατόμου κρίνεται από τη συμμόρφωσή του ή μη στις επιταγές της αρχής του Ωφελιμισμού. Οι όροι «πρέπει», «σωστό» και «λάθος» νοηματοδοτούνται μόνο υπό το πρίσμα της αρχής του Ωφελιμισμού, διαφορετικά καταντούν κενές έννοιες.
Η ορθότητα της ηθικής θεωρίας του Ωφελιμισμού ανάγεται σε απόλυτο και αδιαμφισβήτητο κανόνα: Είναι δυνατόν να υπάρξει άμεση απόδειξη ότι η αρχή του Ωφελιμισμού ευσταθεί; Σε αυτό το ερώτημα ο Bentham απαντά ότι είναι εντελώς προαιρετικό να υπάρξει άμεση απόδειξη της ορθότητας αυτής της αρχής, καθώς αφού ο Ωφελιμισμός χρησιμοποιείται για να αποδείξει τα πάντα, δε χρειάζεται ο ίδιος να αποδείξει την ύπαρξη ή την ορθότητά του. Μια αλυσίδα αποδείξεων πάντοτε φτάνουν σε κάποια αρχή. Εξάλλου ο Ωφελιμισμός είναι ένα εγγενές φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που πάντοτε υπήρχε, με τη διαφορά ότι σπάνια γινόταν άμεσα εμφανές και αντιληπτό.
Δεν είναι δυνατόν κάποιος να υποστηρίξει ότι η αρχή του ωφελιμισμού δεν είναι σωστή. Όταν το κάνει κάποιος με επιχειρήματα στην ουσία υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν εφαρμόζεται σωστά. Μπορεί κάποιος να κουνήσει τη γη; Ναι, αλλά πρέπει πρώτα να βρει μια άλλη γη να σταθεί πάνω της. Ο Bentham μάλιστα εν προκειμένω δίνει και οδηγίες αντιμετώπισης κάποιου ο οποίος ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι η αρχή του ωφελιμισμού είναι εσφαλμένη με σκοπό να συνειδητοποιηθεί η ηθική αξία του ωφελιμιστικού μοντέλου αξιολόγησης των ανθρωπίνων πράξεων.
Οι Πόνοι λοιπόν αποτελούν το αποφευκτό συνεπειοκρατικό ενδεχόμενο μιας πράξης ενώ αντιθέτως οι Ηδονές εκείνο που πρέπει να στοχεύει τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία. Αυτούς τους δυο κύριους άξονες ο Bentham τους ονομάζει αντιλήψεις (αισθητηριακές καταστάσεις) συμφέροντος. Αυτές με τη σειρά τους διαιρούνται σε δύο κύρια είδη. Σε Απλές και Πολύπλοκες
Εκείνο που τις διαφοροποιεί είναι ότι οι απλές δεν συνεπάγονται άλλες καταστάσεις πόνου ή ηδονής. Οι πολύπλοκες αντιθέτως συνεπάγονται. Οι πολύπλοκες μπορεί να αποτελούνται από ηδονές μόνο ή από πόνους μόνο ή από πόνους και ηδονές σε διάφορες αναλογίες. Για να ξεχωρίσει κάποιος μια απλή από μία πολύπλοκη ηδονή πρέπει να εξετάσει τη φύση της αιτίας που την προκάλεσε. Αν οποιεσδήποτε ηδονές προκληθούν ταυτόχρονα από την ίδια αιτία, τότε πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο να αποτελούν μια και μόνο ηδονή σε πολύπλοκη μορφή.
Αρίθμηση απλών ηδονών:
1. Ηδονές της αίσθησης
2. Ηδονές του πλούτου
3. Ηδονές της ικανότητας
4. Ηδονές της εγκάρδιας φιλίας
5. Ηδονές της καλής φήμης
6. Ηδονές της δύναμης
7. Ηδονές της ευσέβειας
8. Ηδονές της καλοκαγαθίας
9. Ηδονές της μοχθηρίας
10. Ηδονές της μνήμης
11. Ηδονές της φαντασίας
12. Ηδονές της προσδοκίας
13. Ηδονές εξαρτώμενες από συσχέτιση (πχ καλή τύχη σε συνδυασμό με ένα τυχερό παιχνίδι) (dependent on association)
14. Ηδονές της ανακούφισης
Αρίθμηση απλών πόνων:
1. Πόνοι της έλλειψης (πχ των προηγούμενων ηδονών. Αίσθημα του ανικανοποίητου/απογοήτευσης. Μπορεί να εξελιχθεί σε πόνο της μετάνοιας όταν για παράδειγμα κάτι ευχάριστο υπετίθετο ότι θα γινόταν αλλά τελικά δεν έγινε)
2. Πόνοι των αισθήσεων
3. Πόνοι της ακαταλληλότητας
4. Πόνοι της εχθρότητας
5. Πόνοι της κακής φήμης
6. Πόνοι της ευσέβειας
7. Πόνοι της καλοκαγαθίας
8. Πόνοι της μοχθηρίας
9. Πόνοι της μνήμης
10. Πόνοι της φαντασίας
11. Πόνοι της προσδοκίας
12. Πόνοι εξαρτώμενοι από συσχέτιση
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στους πόνους και τις ηδονές που αφορούν την καλοκαγαθία και τη μοχθηρία. Κάποιος πόνος ενός ατόμου συνεπάγεται αυτόματα την ευχαρίστηση κάποιου άλλου ατόμου και το αντίστροφο. Γι αυτό αυτές οι δύο ονομάζονται "extra regarding" (υπερ-αναφερόμενες). Όλες οι υπόλοιπες είναι αυτο-αναφερόμενες (self regarding).
Η προοπτική κάποιας ηδονής ή η αποφυγή του πόνου αποτελούν το κίνητρο ή τον πειρασμό για κάποια πράξη. Και πάνω σε αυτά τα κίνητρα πρέπει να στραφεί και ο νόμος.
Παρόλη την προσπάθεια αυστηρής μεθοδικής και λογικής τοποθέτησης μιας ιεραρχικά δομημένης κατάστασης πόνων και ηδονών, ο Bentham μας αναφέρει ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τη λογική αυτή. Για παράδειγμα το ίδιο ερέθισμα προκαλεί διαφορετικό ποσό πόνου ή ηδονής σε διαφορετικά άτομα. Οι παράγοντες που κάνουν αυτές τις διαφορές είναι οι εξής:
Υγεία. 2. Δύναμη. 3. Ανθεκτικότητα. 4. Σωματικές ατέλειες. 5. Ποσότητα και ποιότητα της γνώσης. 6. Δύναμη διανοητικών ικανοτήτων. 7. Ικανότητα λογικής σκέψης. 8. Σταθερότητα σκέψης. 9. Δεξιότητες χαρακτήρος. 10. Ηθικό αίσθημα. 11. Ηθικές προκαταλήψεις. 12. Θρησκευτικό αίσθημα. 13. Θρησκευτικές προκαταλήψεις. 14. Αίσθημα φιλίας. 15. Προκαταλήψεις φιλίας. 16. Αίσθημα εχθρότητας. 17. Προκαταλήψεις εχθρότητας 18. Διανοητική διαταραχή. 19. Απασχολήσεις συνήθειας. 20. Χρηματικές καταστάσεις. 21. Σχέσεις συμπάθειας. 22. Σχέσεις αντιπάθειας. 23. Πλαίσιο λειτουργίας του σώματος. 24. Πλαίσιο λειτουργίας του νου. 25. Φύλο. 26. Ηλικία. 27. Θέση. 28. Μόρφωση. 29. Κλίμα. 30. Καταγωγή. 31. Κυβέρνηση. 32. Θρησκευτικό επάγγελμα.
Σύστημα ηθικής αξιολογικής μέτρησης του Bentham
Ο Bentham επιχειρεί να δημιουργήσει ένα σύστημα μέτρησης της αξίας και της ποιότητας των Πόνων και των Ηδονών. Αυτό υποστηρίζει ότι θα είναι πολύ χρήσιμο στα χέρια ενός νομοθέτη που πρέπει να νομοθετήσει βάσει των αρχών του ωφελιμισμού. Η τιμή της ποιότητας λοιπόν ενός πόνου ή μιας ηδονής ορίζεται σύμφωνα με τα τέσσερα θεμελιώδη κριτήρια:
1) Της έντασης
2) Της διάρκειας
3) Της βεβαιότητας ή της αβεβαιότητας
4) Της εγγύτητας ή της απόμακρης κατάστασης
Τα παραπάνω κριτήρια αφορούν την ποιοτική εκτίμηση των ηδονών και των πόνων καθαυτών. Αν πρόκειται όμως αυτές να σταθούν ως κίνητρα για την επιτέλεση μιας πράξης τότε πρέπει να συνυπολογίζονται και δυο ακόμη παράγοντες, η Γονιμότητα και η Καθαρότητα. Η Γονιμότητα αναφέρεται στο κατά πόσον μια αίσθηση μπορεί να ακολουθηθεί από παρόμοιες αισθήσεις, αν δηλαδή μια ηδονή μπορεί να επιφέρει και άλλες ηδονές, ή αντίστοιχα ένας πόνος μπορεί να επιφέρει και άλλους πόνους. Η Καθαρότητα έγκειται στο να μην αλλοιώνεται η φύση της αίσθησης από το αντίθετό της. Για παράδειγμα μια αίσθηση της ηδονής για να έχει το χαρακτηριστικό της καθαρότητας δεν πρέπει να ακολουθείται από αισθήσεις πόνου και το αντίστροφο. Υπάρχει όμως και ένα έβδομο κριτήριο το οποίο αναφέρεται πάντοτε σε συσχετισμό με την ευρύτερη κοινωνία, αυτό της Επεκτασιμότητας του Πόνου και της Ηδονής, δηλαδή ποιος επηρεάζεται από τον εκάστοτε Πόνο και Ηδονή.
Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια ο Bentham ακολούθως εισάγει και αναλύει ένα μαθηματικό μοντέλο υπολογισμού μιας ηθικής πράξης. Στην ουσία πρόκειται για ένα άθροισμα των παραπάνω τιμών το οποίο είτε κλίνει προς την πλευρά της ηδονής, οπότε και νομιμοποιείται κάποιος ηθικά να πράξει κάτι, είτε προς την πλευρά του πόνου, οπότε και δεν νομιμοποιείται. Αφού ο Bentham αναλύσει αυτό το σύστημα υπολογισμού επιχειρεί να μετριάσει την αυστηρότητα του υπολογιστικού αυτού μοντέλου υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει κάποιος να περιμένει να εφαρμόζεται όλη αυτή η διεργασία στο ακριβές και αυστηρό τυπικό της κάθε φορά που φτάνουμε στο σημείο να κρίνουμε ηθικώς μια πράξη. Παρόλαυτά όσο το δυνατόν η ηθική μας μέθοδος αξιολόγησης πλησιάζει σε αυτό το μοντέλο, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχουμε στο να αποδώσουμε έναν συγκεκριμένο ηθικό χαρακτήρα σε μια πράξη.
Κριτική
Το επιχείρημα του Bentham περί της αποδείξεως της ορθότητας της Ηθικής Αρχής του Ωφελιμισμού δεν είναι επαρκές. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αν κάτι είναι σε θέση να παράγει μια σειρά αποδείξεων προς άλλα πράγματα, τότε το ίδιο είναι περιττό αλλά και αδύνατο να αποδειχθεί, καθώς ούτως ή άλλως μια αλυσίδα αιτιών και αποδείξεων κάπου πρέπει να έχει μια αρχή. Η αρχή όμως αυτή τίθεται από τον Bentham αυθαιρέτως καθώς το μόνο τεκμήριο που προβάλλει είναι ότι βρίσκεται εγγενώς στον άνθρωπο και εκδηλώνεται ή μένει σε άδηλο επίπεδο στον ψυχισμό και την προσωπικότητά του. Αυτό όμως έτσι όπως εμφανίζεται από τον Bentham δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια προσωπική εκτίμηση ή παρατήρηση που τίθεται ως ηθική αρχή παρακάμπτοντας λογικές διεργασίες. Η αρχή του ωφελιμισμού με λίγα λόγια τίθεται ως κάτι το οποίο πρέπει να συλλαμβάνεται ως αρχή ενορατικώς και αβασάνιστα καθώς κάποιος που την αμφισβητεί παρομοιάζεται σα να επιθυμεί να μετακινήσει τη γη πάνω στην οποία στηρίζεται ο ίδιος. Στην ουσία δηλαδή οποιαδήποτε αμφισβήτηση της αρχής του Ωφελιμισμού κατά τον Bentham γίνεται εξαιτίας της άγνοιας εκείνου που την αμφισβητεί ή εξαιτίας σύγχυσης εννοιών ή παρεξήγησης.
Από την άλλη παρατηρούμε μια οξεία αντίφαση μεταξύ αυστηρής μαθηματικής λογικής και παραγόντων που τη σχετικοποιούν. Για παράδειγμα τα είδη των Ηδονών και των Πόνων είναι αθροιστικά λιγότερα από τους παράγοντες που μπορούν να τα σχετικοποιήσουν. Αυτοί όπως είδη αναφέραμε είναι 32. Από την άλλη ο ίδιος ο Bentham αναγνωρίζει τη δυσκολία εφαρμογής του συστήματός του κάθε φορά που βρισκόμαστε ενώπιον ενός ηθικού διλήμματος. Εδώ θα προσθέταμε ότι δεν είναι απλώς δύσκολο, αλλά είναι ένας παράγοντας τόσο δαπανηρός σε χρόνο και κόπο ο οποίος επιμηκύνει σε τέτοιο σημείο τη στιγμή της ηθικής μας επιλογής ώστε να καταστούμε τελικώς ηθικά αδρανείς.
Σε γενικές γραμμές ο Bentham εμφανίζεται να επιδιώκει με πάθος την αντικειμενικοποίηση της Ηθικής με στόχο την εφαρμογή της σε επίπεδο νομικών θεσμών. Αν υπήρχε κάποιο ασφαλές κριτήριο, ένας αριθμητικός κατάλογος αξιών βάσει των οποίων θα μπορούσε ένας δικαστής να απονείμει δικαιοσύνη, σίγουρα όλα θα ήταν ευκολότερα.