Καλωσήλθατε στον τηλεμαραθώνιο αγάπης. Όλοι σήμερα ξεχρεώνουν. Μέχρι την επόμενη φορά, του χρόνου πάλι. Σαν να είναι όλοι ενωμένοι μου φαίνονται σήμερα. Αποφασισμένοι από καιρό. Σίγουροι για το καλό και αγαθό μιας πράξης. Υπάρχει κάτι πιο βέβαιο, κάτι πιο ασφαλές; Όλοι δεν αγαπάμε τα παιδιά; Όλους δεν μας τρώει η έγνοια του ανήμπορου; Ή, τουλάχιστον, αν δεν μας τρώει, δεν πρέπει να φαίνεται ότι είναι έτσι; Όταν φαίνεται κάτι, πρέπει να είναι. Έχουμε πολλές ασχολίες για να ασχολούμαστε με φληναφήματα. Βεβαίως θα είμαι αρεστός, δηλώνω ίδια αισθήματα, κάνω ίδιες πράξεις, αγγίζομαι με τα ίδια έπεα. Όποιος δεν δηλώνει κάτι δεν είναι μαζί μας, δεν είναι με το σύνολο, δεν ταιριάζει στις φιλεύσπλαχνες εκδηλώσεις μας. Είναι ένας βραχνός χωριάτης, ακαλλιέργητος. Δεν πέρασαν από σχολείο δαύτοι. Εμείς θα τους μάθουμε να φέρονται; Εμείς το έχουμε ξεπεράσει αυτό και νοιαζόμαστε, είμαστε πολίτες του κόσμου. Έχουμε φτάσει ένα υπαρκτικό ορόσημο. Ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι ζητάμε. Δεν μπορεί κανείς να μας κατατάξει στην παραφωνία ενός περιθωρίου. Έτσι δεν είναι; ΝΟΙΑΖΟΜΑΣΤΕ! Πόσο δυνατά πρέπει να το φωνάξουμε; Έτσι δεν είναι; Πείτε μας, δεν νοιαζόμαστε; Μα φυσικά, δεν τίθεται αμφιβολία… έτσι; Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα; Με κείνα και με τούτα, μόλις άρχισε η παράσταση. Πάντοτε αρχίζει έτσι. Σε ρυθμό ρελαντί. Απελπισμένα, ψευδοπροφητικά, ελπιδοφόρως αδιέξοδη. Χωρίς τέλος.
Αργά και σήμερα ο δασκαλάκος. Μισεί τα πρωινά. Τον αγχώνουν. Όλοι τότε πρέπει να κάνουν ότι τρέχουν για να καταλαγιάσουν την αγωνία του είναι τους. Όλοι τα πρωινά πρέπει να αποδείξουν κάτι σε κάποιον. Και όλοι τότε τρέχουν, και οδύρονται και μαζεύονται σε ουρές σαν τους τερμίτες. Το καθήκον του σε εσπερινό σχολείο του ταιριάζει καλύτερα. Κάτι πήρε το αυτί του από νωρίς. Γέλια, χαρές και ελπίδες άγονται και φέρονται στο περιβάλλον. Μα τι μέρα είναι σήμερα; Ανοίγει τον συνήθως κλειστό ήχο της τηλεόρασης και κάτι κατάλαβε. Μα βέβαια. Είναι ο τηλεμαραθώνιος. Πρώτη θέση στις κυρίες των ισχυροτέρων και πλουσιοτέρων. Αυτές ηγούνται των τηλεμαραθωνίων γιατί ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΙ. Και αυτό πρέπει να είναι έτσι γιατί το φωνάζουν. Όταν φωνάζω, είμαι βέβαιος, δεν εκτίθεμαι για το τίποτα. Έτσι δεν πρέπει να είναι; Και δίπλα προσπίπτουν ικετευτικά στα πόδια του Οιδίποδα, σαν την παλαιά γενιά του Κάδμου που συμφοριάστηκε από την Αρά, οι μεγάλες εταιρίες, οι ιδιωτικοί θεσμοί της μη κερδοσκοπικής φιλανθρωπίας με τα τεράστια λειτουργικά έξοδα. Κάποιος πρέπει να συντονίζει. Μην είμαστε πλεονέκτες. Δεν γίνεται τόση μεγάλη και μαζική εκδήλωση ανθρωπιάς να είναι ανοργάνωτη. Εδώ μιλάμε για σοβαρά πράγματα, δεν χωράνε αυθορμητισμοί. Παίζουμε με ζωές, απελπισμένα, ψευδοπροφητικά και ελπιδοφόρως αδιέξοδα.
Ο δασκαλάκος είχε πολλούς γόνους οικονομικών μεταναστών τόσο στο σχολείο του, όσο και στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές συναθροίσεις όπου συμμετείχε. Από όλες τις φυλές και χρώματα. Μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, μιγάδες και πάει λέγοντας. Πίσω από τα χρώματα ο δασκαλάκος έμαθε να ξεκρίνει μια ενότητα, αδιάσπαστη στην ουσία της. Αυτή η ενότητα είναι η ουσία του ανθρώπου, εκείνη που του υποδείχνει να είναι άνθρωπος, τίποτα λιγότερο, ίσως κάτι περισσότερο. Και αυτό ο δασκαλάκος το τόνιζε σε κάθε μάθημά του: «Δεν διαπραγματεύεται η αξιοπρέπεια, δεν μπορώ να σας υποχρεώσω να είστε άνθρωποι. Αυτό θα το θυμάστε κάθε φορά που ανοίγετε ένα βιβλίο, κάθε φορά που θα εκμεταλλεύεστε στο έπακρο την ευκαιρία της ζωής, κάθε φορά που θα ανοίγεστε στον δικό σας υπεύθυνο και ηθικό δρόμο, πέρα από τις δικές μου επιταγές. Κανείς δεν έχει καπαρώσει ανθρωπινότερη θέση από τη δική σας. Όποιος το ισχυρίζεται, σας προσβάλλει, οπότε εκπονήστε σχέδιο ανταπόδοσης…»
Αργότερα ο δασκαλάκος συνομωτικά είχε συγκεντρώσει στο προαύλιο του σχολείου γύρω του όλα τα παιδιά που ήξερε, με έμφαση στις μικρότερες ηλικίες, αλλά και τους οικονομικούς μετανάστες. Την προηγούμενη ημέρα είχε λάβει επίσημη πρόσκληση από τηλεοπτικό σταθμό ώστε να παραστεί με τέτοια παιδιά σε μια «μαραθώνια εκδήλωση ανθρωπιάς». Δέχτηκε. Την επόμενη ημέρα πήρε παιδιά όλων των χρωμάτων και προελεύσεων, όσο το δυνατό μικρότερων ηλικιών, από το σχολείο του αλλά και από άλλα σχολεία. Μπαίνει στο πλατό και τα καθίζει στην εξέδρα. Όλα είχαν ένα αινιγματικό χαμόγελο. Το πρόγραμμα ξεκινά. Περνούν λίγες ώρες και φτάνουμε στην κορύφωση της θεαματικότητας. Όλοι οι φιλεύσπλαχνοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, γυναίκες καναλαρχών και εφοπλιστών, νεόπλουτοι βουλευτές και κλήρος μαζεμένοι γύρω από το μικρόφωνο εξηγώντας την αξία του να προσφέρεις στον συνάνθρωπο χωρίς αντάλλαγμα, την αξία του να είσαι ελεήμων. Τότε πήραν το σύνθημα από τον δασκαλάκο τα παιδιά. Ένα ένα σηκώθηκαν από τη θέση τους και κατευθύνονταν στο πλατό. Εκεί στέκονταν για λίγο και άδειαζαν στα πόδια των διάσημων φιλεύσπλαχνων όσα είχαν στις τσέπες τους γι αυτούς: Κέρματα, κονσέρβες, φάρμακα, καραμέλες, μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Όλα μαζί φώναζαν: «ΣΑΣ ΝΟΙΑΖΟΜΑΣΤΕ» και άλλοτε: «ΠΑΡΤΕ, ΤΑ ΕΧΕΤΕ ΑΝΑΓΚΗ». Μερικά ζωηρά αφρικανάκια μάλιστα εκσφενδόνισαν κάποια γλυκίσματα και κονσέρβες στα πρόσωπα των παρουσιαστών, οι οποίοι και έσπευσαν να διακόψουν τη μετάδοση για λίγα λεπτά. Όταν τα παιδιά και ο δασκαλάκος άδειασαν όσα είχαν στις τσέπες τους, η παράσταση είχε τελειώσει και πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους. Η μετάδοση ήταν ζωντανή, και κάποια από τα παιδιά άκουσαν στο δρόμο να συζητιέται η πράξη τους. Ξεφορτώθηκαν μεγάλο βάρος. Είχαν ξετινάξει από πάνω τους το βδελυρό στίγμα του ελεημένου. Είχαν εκπονήσει σχέδιο ανταπόδοσης σε εκείνους που καταρράκωσαν την αξιοπρέπειά τους. Πέτυχαν.
Για την επόμενη εβδομάδα ο δασκαλάκος δεν έβγαινε από τάξη χωρίς να αναφέρει το ακόλουθο περιστατικό από τη ζωή του Στάλιν:
«Όταν ο Στάλιν ήταν ετοιμοθάνατος και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του δυο πιθανοί διάδοχοί του. Είχε κατά νου να τους δοκιμάσει ώστε να συμπεράνει ποιος είχε την απαιτούμενη δεξιότητα να κυβερνήσει τη χώρα. Διέταξε λοιπόν να του φέρουν δυο πουλιά, και έδωσε από ένα στους υποψήφιους δικτάτορες. Ο πρώτος άρπαξε το πουλί, αλλά ήταν τόσο φοβισμένος ότι θα του ξεφύγει που το πίεσε τόσο πολύ ώστε όταν άνοιξε την παλάμη του ήταν νεκρό. Ο δεύτερος υποψήφιος, αφού είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο του Στάλιν, για να μην επαναλάβει το λάθος του προηγούμενου χαλάρωσε πολύ τη χούφτα του και το πουλί κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Στάλιν τότε κοίταξε και τους δυο περιφρονητικά. «Φέρτε και σε μένα ένα» διέταξε. Το πήρε στα χέρια του κρατώντας το από τα πόδια και του έβγαλε όλα τα πούπουλα από το μικρό του σώμα. Τότε άνοιξε την παλάμη του. Το πουλί έμεινε εκεί, ολόγυμνο, τρεμάμενο και αβοήθητο. Ο Στάλιν το κοίταξε και είπε: «Βλέπετε; και επιπλέον είναι ευχαριστημένο από τη ζεστασιά που εκπέμπει η παλάμη μου...»
Και συμπλήρωνε ο δασκαλάκος: «Ο καλός δικτάτωρ δεν θα μάθει ποτέ σε ένα σύνολο ανθρώπων το πώς θα γίνουν καλύτεροι, το πώς θα αντιστέκονται, το πώς θα σταθούν στα δικά τους πόδια. Πάντοτε επιθυμεί να είναι εξαρτώμενοι από τη φιλανθρωπία του. Το χέρι που ταΐζει δεν δαγκώνεται. Δαγκώνει μόνο όποιος ταΐζεται από μόνος του, όποιος μαθαίνει την αξία της ανεξαρτησίας. Η ελεημοσύνη, είναι παροχή μιας ιδιότυπης δυτικής δικτατορίας …»
Ο δασκαλάκος μάθαινε στα παιδιά του την αξία της ανεξαρτησίας. Μάθαινε στα παιδιά του να παίρνουν την ελεημοσύνη ως τη χειρότερη προσβολή στην αξιοπρέπεια. Και ζωή χωρίς αξιοπρέπεια δεν αξίζει να βιωθεί, θα είναι δίχως τέλος, απελπισμένη, ψευδοπροφητική και ελπιδοφόρως αδιέξοδη.