Λατρεύω την ελευθερία, αλλά θα ήθελα να τη βρίσκω πάντοτε θρονιασμένη ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό». Αυτή η φράση αποτελούσε το έρμα των πεποιθήσεων του Αδαμάντιου Κοραή σχετικά με τη σημασία της ελευθερίας. Ο σημαντικότερος για πολλούς εκπρόσωπος του Nεοελληνικού Διαφωτισμού είχε βαθύτατα κατανοήσει πως η έννοια της ελευθερίας από μόνη της δε σημαίνει και πολλά πράγματα.
Αρχικώς φαίνεται αυτονόητη η εννοιολογική οριοθέτηση του προκείμενου όρου. Η ενδελεχέστερη όμως παρατήρηση ενός μέσου λογικού ανθρώπου θα αναδείξει ότι η ελευθερία δεν αποτελεί παρά μια πολυσυλλεκτική έννοια, της οποίας τα συστατικά στοιχεία, οι προϋποθέσεις ύπαρξής της κοντολογίς, σπάνια συναντώνται παράλληλα και στον αρμόζοντα, ιδανικό βαθμό. Ελευθερία συνεπώς δε σημαίνει απλώς το αντίθετο της υποδούλωσης, αλλά το πλησιέστερο συνώνυμο του ατομικού και κοινωνικού ιδεώδους.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος, σημαίνει μπορώ. Η δυνατότητα να κάνω αυτό που θέλω, να η ελευθερία μου! Υπάρχει όμως μια αναγκαιότητα στη βούλησή μου, αλλιώτικα θα ήθελα χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, πράγμα αδύνατο[...]Ό,τι γίνεται είναι απόλυτα αναγκαίο. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο μεταξύ αναγκαιότητας και τύχης. κι όπως το ξέρετε, η τύχη είναι ανύπαρκτη, άρα ό,τι συμβαίνει είναι φυσικά αναγκαίο[...] Στο βάθος, τι άλλο είναι ο καταναγκασμός παρά μια αναγκαιότητα που γίνεται αντιληπτή, κι η αναγκαιότητα, ένας καταναγκασμός που περνάει απαρατήρητος[...] "Ducunt, volentem fata, nolentem trahunt" (μτφρ: η μοίρα οδηγεί όποιον εκούσια την ακολουθεί, σέρνει όποιον αντιστέκεται - Σενέκας)».
Ο Βολταίρος στο παραπάνω απόσπασμα δίνει τη δική του άποψη περί ελευθερίας. Διατείνεται πως ενώ από τη μια μεριά το «πράττειν» κατά βούληση σημαίνει ελευθερία, από την άλλη, η βούληση πηγάζει από κάποια αναγκαιότητα, καθιστώντας έτσι τη βούληση παράγοντα μιας προκαθορισμένης, εικονικής δηλαδή ελευθερίας. Εδώ εισέρχεται ο παράγοντας της μοίρας και κανείς δε δύναται να διαφύγει από αυτή, αφού οι προκαθορισμένες ανάγκες κατευθύνουν υποχρεωτικά τη βούλησή του.
Σε αυτό το σημείο, προς διευκόλυνση της εξέτασης της θέσης του Βολταίρου, θα πρέπει να διευκρινιστεί ο όρος της αναγκαιότητας, της αιτίας δηλαδή, που κάνει κάποιον να θέλει κάτι. Η ανάγκη του ανθρώπου για την επιβίωση και την αυτοσυντήρηση τίθεται αρκετές φορές ως παράγων μετριασμού της ελευθερίας. Με λίγα λόγια αρκετοί υποστηρίζουν ότι μιλώντας περί ελευθερίας ομιλούμε πάντοτε περί της σχετικής ελευθερίας. Πηγάζει όντως, σύμφωνα με το Βολταίρο, η βούληση από τις ανάγκες, ή μήπως οι ανάγκες πηγάζουν από τη βούληση; Θέλω να πράξω κάτι επειδή πρέπει να το πράξω, ή μήπως πρέπει να πράξω κάτι επειδή το θέλω;
Ολόκληρη η φιλοσοφία που τοποθετεί στη βάση της τον άνθρωπο προτείνει σε αυτόν την απόλυτη κυριαρχία, τον απόλυτο έλεγχο των αναγκών του. Να έχει αυτοκυριαρχία, δημιουργώντας ο ίδιος τις προϋποθέσεις υπό την ισχύ των οποίων θα ζήσει και θα χαράξει την εξελικτική του πορεία. Ο άνθρωπος θέλει και εξελίσσεται δημιουργώντας αδιάκοπα νεότερες ανάγκες. Ο Πλάτων θα ορίσει την ελευθερία ως: «ΑΦΕΙΔΙΑ ΕΝ ΧΡΗΣΕΙ ΚΑΙ ΕΝ ΚΤΗΣΕΙ ΟΥΣΙΑΣ», δηλαδή ως απεριόριστη χρήση και απόκτηση ουσίας, πραγμάτων που συνιστούν πρόοδο και εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους.
Το ανθρώπινο είδος δεν εμφανίστηκε με έμφυτη τη δύναμη της ανάγκης, αλλά τη δύναμη της θέλησης να οριοθετήσει το φάσμα των αναγκών του. Η μοίρα εδώ πλέον δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια τη βούληση του ατόμου: είμαι πραγματικά ελεύθερος όχι όταν μπορώ να πραγματοποιήσω ένα προκαθορισμένο «πρέπει», αλλά πρώτιστα εκείνο που πραγματικά θέλω να πρέπει. Το «θέλω» είναι εκείνο που στέκεται τελικώς ως αντεπιχείρημα στις αναγκαιοκρατικές θεωρήσεις. Την ανάγκη αυτή υπέρβασης των αναγκαιοκρατικών θεωρήσεων προσπάθησαν κατά καιρούς να κάνουν πράξη φιλόσοφοι όπως ο Gilbert Ryle και ο Jan Lukasiewicz.
Την εναντίωσή του στις μοιρολατρικές θέσεις του Βολταίρου έρχεται να μας παρουσιάσει αρχικώς ο Ryle. Υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατό να θέσουμε τη ροή της ζωής μέσα στους φραγμούς της μοίρας, καθώς δε μπορούμε να υποστηρίξουμε το αληθές ή το ψευδές μιας πρότασης, παρά μόνον όταν έλθει η χρονική στιγμή που θα εκπληρωθεί η πρόταση αυτή. Με λίγα λόγια η πρόταση «εγώ αύριο θα πάω περίπατο» δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως αληθινή ή ψεύτικη σήμερα, αλλά αύριο όταν θα έχω ή δε θα έχω πάει περίπατο αντίστοιχα. Για να χαρακτηρίσουμε επομένως κάτι ως αλήθεια ή ψέμα πρέπει πρώτα να διαπιστώσουμε το αληθές ή το ψευδές που κρύβεται μέσα του. Βέβαια, ο ισχυρισμός αυτός του Ryle δεν αποδεικνύεται ακλόνητος, καθώς γίνεται εμφανής η σύγχυση μεταξύ αλήθειας και επαλήθευσης, μεταξύ ψεύδους και διάψευσης. Τα επιχειρήματα του Ryle εκτός των άλλων ενδέχεται να μας οδηγήσουν και σε εντονότερες δυσκολίες. Αν για παράδειγμα κάποιος διατυπώσει την πρόταση «αύριο θα ξημερώσει», κατά τον Ryle, είναι αναγκαίο να δούμε με τα μάτια μας τον ήλιο να ανατέλλει ώστε να δεχθούμε την αλήθεια της προδιατυπωμένης αυτής πρότασης. Έτσι όμως τίθενται σε αμφισβήτηση όλα τα στοιχεία που περιέχουν οι εμπειρίες μας. Αν μέσα στα τόσα χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ύπαρξης δεν έχουμε εντυπώσει-ως ανθρώπινο είδος- μέσα στο μυαλό μας ως αλήθεια τη διαδοχή μέρας και νύχτας, τότε δεν υπάρχει λόγος πλέον να θυμόμαστε οτιδήποτε, ή να δίνουμε σημασία σε οποιαδήποτε εμπειρικά μας δεδομένα. Η πραγματικότητα όμως έχει διαφορετική άποψη και μια απόδειξη γι αυτό είναι η ύπαρξη τόσων εμπειρικών επιστημών. Είναι αλήθεα για παράδειγμα ότι το νερό μεταμορφώνεται σε πάγο σε ορισμένους βαθμούς Κελσίου, επειδή ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί κάτι το διαφορετικό. Επομένως για ορισμένες αλήθειες που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εμπειρικές, δεν κρίνεται αναγκαία η επαλήθευση. Τις αδυναμίες αυτές των ισχυρισμών του Ryle επιδιώκει να καλύψει ο Lukasiewicz.
Ο Lukasiewicz θα μας πει ότι δεν είναι δυνατό να αποδώσουμε έναν από τους δυο όρους της λογικής -δηλ.της αλήθειας ή του ψεύδους- σε μια πρόταση που αφορά κάτι στο μέλλον. Ως εκ τούτου πρέπει να εισάγουμε και έναν τρίτο όρο, ο οποίος θα πλαισιώσει τον συλλογιστικό τρόπο της ανθρώπινης νόησης. Ο τρίτος αυτός όρος είναι εκείνος του «απροσδιόριστου». Έτσι λοιπόν, η πρόταση «αύριο θα πάω περίπατο» δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια ή ψέμα, αφού αφορά κάτι στο μέλλον. Έτσι η φράση αυτή θα χαρακτηριστεί ως «απροσδιόριστη». Τα επιχειρήματα αυτά του Lukasiewicz αρχικώς κρίνονται εύστοχα. Το πέρασμα του χρόνου όμως απέδειξε ότι στάθηκαν η αφορμή για να επέλθει ένα σημαντικό πλήγμα στη λογική: άλλοι διανοητές, μετά τον Lukasiewicz, δεν αρκέστηκαν στην τρίτη τιμή της λογικής -δηλ.το «απροσδιόριστο»-, αλλά έθεσαν τέταρτη, πέμπτη εως ακόμα και ν τιμές λογικής. Το γεγονός βέβαια αυτό στράφηκε εναντίον των ίδιων των αντιμοιροκρατών αφού οι μοιρολάτρες υποστήριξαν πως η εισαγωγή πολλών τιμών λογικής ευτελίζει την ίδια τη λογική και πως οι τιμές που αναγνωρίζουν είναι μόνο οι δυο αρχικές, δηλαδή η αλήθεια και το ψέμα.
Συμπερασματικά, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά οι μοιρολατρικές απόψεις ούτε βάσει των επιχειρημάτων του Ryle, ούτε βάσει εκείνων του Lukasiewicz. Εκείνο που τελικά πρέπει να διαπιστωθεί ώστε να φτάσουμε σε ένα τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι μοιρολάτρες, στην ουσία, βασίζουν τη θεωρία τους σε μια σύμφυρση των χρονικών στιγμών. Η κάθε αλήθεια, το κάθε ψεύδος συνυφαίνεται με ένα αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για σύγχυση όταν αποδίδουμε τους δυο αυτούς όρους της λογικής σήμερα, για κάτι που πρόκειται να συμβεί ή να μη συμβεί αύριο. Οι αλήθειες του χτες πρέπει να θεωρούνται ως αλήθειες του παρελθόντος, οι αλήθειες του αύριο ως αλήθειες του μέλλοντος, οι αλήθειες του σήμερα ως αλήθειες του παρόντος. Πέρα όμως από αυτά τα χρονικά δεσμά υπάρχουν και οι διαχρονικές αλήθειες -όπως αυτή της πήξης του νερού ή της τήξης των μετάλλων κ.ο.κ.- με βάση τις οποίες οικοδομούνται οι εκάστοτε εμπειρικές επιστήμες. Η διαχρονική αλήθεια βγαίνει από το παρελθόν και μας χρησιμεύει για το παρόν και το μέλλον. Πρέπει όμως να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο να μη θεωρούμε άκριτα ένα γεγονός ως διαχρονική αλήθεια. Η τελευταία αυτή μορφή της αλήθειας στέκεται επειδή στο παρελθόν ουδέποτε παρατηρήθηκε να συμβαίνει οτιδήποτε διαφορετικό από το συγκεκριμένο γεγονός. Επομένως τόσο οι διαχρονικές αλήθειες όσο και τα αντίθετά τους διαχρονικά ψεύδη περνούν στη σφαίρα των εμπειριών μας, οι οποίες θα μας χρησιμεύσουν σε μελλοντικές θεωρήσεις και αναγνωρίσεις γεγονότων και διαφόρων φαινομένων.
Αναμφισβήτητα, ο ενστερνισμός αναγκαιοκρατικών απόψεων συντελεί στη μείωση του εύρους της ελευθερίας του ανθρώπου. Η ανάγκη που ωθεί τον άνθρωπο στην πίστη ύπαρξης του περιβόητου πεπρωμένου είναι συνήθως η μετάθεση ενός μέρους των ευθυνών του, όχι σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο -προπαντός στον ίδιο του τον εαυτό-, αλλά σε μια αόρατη ανώτερη δύναμη που χαράζει τη ζωή μας πριν από εμάς, για εμάς. Αυτή την ανώτερη δύναμη ο μοιρολάτρης δε μπορεί να τη δει, δε μπορεί να την ψηλαφίσει και επομένως δεν είναι δυνατόν να την αντιμετωπίσει. Αυτή η απουσία της δυνατότητας ίσως κάνει τον αναγκαιοκράτη να κοιμάται πιο ήσυχος τα βράδια, αφού κανένας δε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για αδράνεια και ανικανότητα σχετικά με κάτι που από τη φύση του δε μπορεί να κάνει. Επομένως η υπέρβαση των οποιωνδήποτε μοιροκρατικών αντιλήψεων αποτελεί έργο ανθρώπων που αντιμετωπίζουν υπέυθυνα, κατάματα και χωρίς κανένα αίσθημα λιποψυχίας την πραγματικότητα και τον κόσμο που απλώνεται γύρω τους.